Αν και η οικία του 76χρονου, Γιώργου Μαυρομμάτη, θύμιζε περισσότερο τρώγλη, για τον ίδιο ήταν το σπιτικό του.
Του Χαράλαμπου Ζάκου
Δεν μπορούσε να αφήσει το σπιτικό του ο 76χρονος Γιώργος Μαυρομμάτη από τη Λάρνακα που έχασε τη ζωή μετά από πυρκαγιά στην οικία του την Κυριακή (27.1).
Η είδηση για τον τραγικό θάνατο του 76χρονου Κόκου, που έτσι τον γνώριζαν φίλοι και γνωστοί, συγκλόνισε όχι μόνο τους γείτονες του, αλλά και ολόκληρη την Κύπρο.
Πού ήταν οι κρατικές υπηρεσίες διερωτήθηκαν αρκετοί. Όπως διαφαίνεται από την ιστορία που είχε ως αποτέλεσμα το τραγικό τέλος του 76χρονου, οι κρατικές υπηρεσίες του προσέφεραν χώρο στον οποίο θα μπορούσε να διαμένει με φροντίδα και ασφάλεια, ωστόσο, ο ίδιος αρκετές φορές έφευγε πηγαίνοντας πίσω στο σπίτι του.
«Κάναμε ότι μπορούσαμε», μπορούν να αναφωνήσουν οι υπεύθυνοι, ωστόσο, ποιός μπορεί να καταλάβει τον Κόκο αν δεν τα έχει ζήσει και ο ίδιος;
«Γιε μου. Θέλω να πεθάνω στο σπίτι μου»
Μπορεί ο τίτλος του άρθρου μου να ξενίζει, όμως μέσω προσωπικής εμπειρίας ξέρω πολύ καλά τι γράφω.
Δεν ξεκίνησα ως δημοσιογράφος, αλλά ως καφετζής. Όχι ως baristas, όχι σε καφετέρια, αλλά σε καφενέ.
Για κάποια χρόνια, είχα καθημερινή τριβή με ηλικιωμένους. Κάποιοι από αυτούς, όταν πλέον έφτασαν σε προχωρημένη ηλικία, και αφού οι σύζυγοι τους είχαν πεθάνει και τα παιδιά τους δεν μπορούσαν να τους φροντίζουν όπως έπρεπε, αναγκαστικά βρέθηκαν σε κάποιο γηροκομείο.
Τους έβλεπα όμως τα Σαββατοκύριακα. Όταν έπαιρναν το «ρεπό» τους για να περάσουν μαζί με τα παιδιά τους κάποιες ώρες την εβδομάδα, με τους ίδιους τελικά να έρχονται για λίγο από τον καφενέ ώστε να δουν και τους φίλους τους.
Εκεί συζητούσαμε. Μου έλεγαν πως περνούν στο γηροκομείο. Πόσο τους φροντίζουν, τι τους απασχολούσε και άλλες ιστορίες. Ο καθένας είχε κάτι διαφορετικό να μου πει, ωστόσο, όλοι είχαν το ίδιο παράπονο. Ήθελαν, όταν πεθάνουν, να πεθάνουν στο σπίτι τους.
Αδιαπραγμάτευτα, ασυζήτητα, αποφασισμένα. Εκεί που έζησαν όλες τις χαρούμενες τους στιγμές. Εκεί που έζησαν όλα αυτά τα χρόνια με τις αγαπημένες τους συζύγους και εκεί που μεγάλωσαν τα παιδιά τους. Βασικά δεν είχε σημασία τι έζησαν και για πόσο καιρό. Καμία σημασία η κατάσταση τους σπιτιού. Είτε αν ήταν τρώγλη, είτε αν δεν είχε καν τα απαραίτητα. Γι’ αυτούς ήταν το σπίτι τους. Έτσι το ένιωθαν.
Για να μην παρεξηγηθώ, δεν υπονοώ ούτε κατά διάνοια ότι οι ηλικιωμένοι δεν πρέπει να τυγχάνουν την απαραίτητης φροντίδας, ούτε ότι στα γηροκομεία δεν γίνεται καλή δουλειά και πως δεν είναι αναγκαίες οι υπηρεσίες τους. Αυτό που λέω όμως είναι ότι μπορώ να καταλάβω τον γέρο Κόκο.
Κάποιος μπορεί να πει πως αποτέλεσμα των πιο πάνω ήταν να βρει φρικτό θάνατο, μόνος και αβοήθητος. Κάποιος άλλος όμως, θα σου πει πως θα τον διάλεγε ξανά 1000 φορές με μια τελευταία τζούρα τσιγάρου, παρά μια συνεχόμενη - «φρικτή» για τον ίδιο - διαβίωση μακριά από τον τόπο του.
Εξάλλου, ας μην το ξεχνάμε, δεν ήταν μόνος. Ήταν στο σπίτι του…
ΥΓ: Για μένα το «κάναμε ότι μπορούσαμε» θα ήταν απάντηση από αυτό το κράτος αν η φροντίδα των ηλικιωμένων δεν προσφερόταν σε «οίκους», αλλά στα σπίτια τους. Βασικά, αν τους σεβόμασταν κι αν ζούσαμε σε μια κοινωνία που ευημερεί, ο κάθε ηλικιωμένος θα είχε την οικονομική δυνατότητα και να συντηρεί το σπίτι του, ζώντας σαν άνθρωπος, και να διαφυλάσσει την φροντίδα του…
*φωτογραφία από 24sports.com.cy
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ:
• Με κίτρινη προειδοποίηση, καταιγίδες και χαλάζι ο καιρός - Τι μας επιφυλάσσει για τα Χριστούγεννα
• Αλκοόλ και οδήγηση: «Καμπανάκι» για την περίοδο Χριστουγέννων - Οι ποινές και οι τιμές
• Πώς να απολαύσεις το γιορτινό τραπέζι χωρίς ενοχές – Διατροφολόγος στο «Τ»
Ακολουθήστε το Tothemaonline.com στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις