Όπως εξηγεί ο Darren Rhodes, λέκτορας στο Keele University, σε άρθρο του στο The Conversation, ο συνεχόμενος οκτάωρος ύπνος είναι σχετικά σύγχρονη συνήθεια και όχι αποτέλεσμα εξελικτικού μηχανισμού. Για το μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας, ο ύπνος ήταν «διφασικός»: χωριζόταν σε δύο μέρη –τον «πρώτο» και τον «δεύτερο» ύπνο.
Κάθε φάση διαρκούσε μερικές ώρες, ενώ στο ενδιάμεσο υπήρχε μια περίοδος αφύπνισης διάρκειας περίπου μίας έως δύο ωρών, συνήθως γύρω στα μεσάνυχτα. Αυτό το διάλειμμα δεν θεωρούνταν χαμένος χρόνος. Οι άνθρωποι το αξιοποιούσαν για μικροδουλειές, προσευχές, αναστοχασμό ή κοινωνικές συζητήσεις.
Η πρακτική αυτή ήταν διαδεδομένη στην Ευρώπη, την Αφρική και την Ασία. Οι άνθρωποι έπεφταν για ύπνο λίγο μετά τη δύση του ηλίου, ξυπνούσαν τα μεσάνυχτα και επέστρεφαν στο κρεβάτι μέχρι την αυγή. Με αυτόν τον τρόπο, οι μακριές χειμωνιάτικες νύχτες γίνονταν πιο «διαχειρίσιμες» και λιγότερο μονότονες.
Η εξαφάνιση του δεύτερου ύπνου
Η αλλαγή ήρθε εν μέρει πρόσφατα –τους τελευταίους δύο αιώνες -ως αποτέλεσμα κοινωνικών και τεχνολογικών μεταβολών. Καθοριστικός παράγοντας ήταν η τεχνητή φωταγώγηση. Από τα κεριά και τις λάμπες λαδιού έως τον ηλεκτρισμό, η σταδιακή επέκταση του φωτός μέσα στη νύχτα μάς επέτρεψε να παρατείνουμε τη δραστηριότητά μας μετά τη δύση του ήλιου.
Η έκθεση στο φως μετατόπισε το εσωτερικό μας ρολόι: το σώμα έγινε πιο «ανθεκτικό» στη διακοπή του ύπνου και καθυστέρησε την παραγωγή της μελατονίνης, της ορμόνης που σηματοδοτεί την έναρξη του ύπνου. Έτσι, σταδιακά, ο άνθρωπος προσαρμόστηκε στον ενιαίο, συνεχόμενο ύπνο που γνωρίζουμε σήμερα.
Ωστόσο, μελέτες δείχνουν ότι όταν οι συμμετέχοντες ζουν χωρίς τεχνητό φως ή ρολόι, συχνά επιστρέφουν αυθόρμητα στο διφασικό μοτίβο. Παρόμοια πρότυπα παρατηρούνται ακόμη και σήμερα σε αγροτικές κοινότητες, όπως σε περιοχές της Μαδαγασκάρης.
Φως, διάθεση και χρόνος: Ένα αόρατο τρίπτυχο
Το φως επηρεάζει όχι μόνο τον ύπνο, αλλά και τη διάθεση και την αντίληψη του χρόνου. Κατά τους χειμερινούς μήνες, όταν η ημέρα μικραίνει και η έκθεση στο φυσικό φως περιορίζεται, ο συγχρονισμός του κιρκάδιου ρυθμού γίνεται δυσκολότερος. Το πρωινό φως είναι καθοριστικό, καθώς ενεργοποιεί την παραγωγή κορτιζόλης και καταστέλλει τη μελατονίνη, σηματοδοτώντας στο σώμα ότι είναι ώρα να ξυπνήσει.
Σε πειράματα όπου οι συμμετέχοντες ζούσαν χωρίς φυσικό φως ή ρολόι, παρατηρήθηκε ότι χάνουν σταδιακά την αίσθηση του χρόνου. Παρόμοιο φαινόμενο εντοπίζεται κατά τον πολικό χειμώνα, όταν ο ήλιος δεν ανατέλλει για εβδομάδες. Οι αυτόχθονες πληθυσμοί, ωστόσο, φαίνεται να προσαρμόζονται καλύτερα, ιδίως όταν η κοινότητα διατηρεί σταθερό ημερήσιο ρυθμό.
Ερευνητές του Environmental Temporal Cognition Lab του Πανεπιστημίου Keele διαπίστωσαν, μέσω πειραμάτων εικονικής πραγματικότητας, ότι οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τον χρόνο διαφορετικά ανάλογα με το φως. Οι συμμετέχοντες εκτίμησαν την ίδια διάρκεια ως «πιο μακριά» όταν τα σκηνικά ήταν απογευματινά ή σκοτεινά, και «πιο σύντομη» όταν ήταν φωτεινά ή ημερήσια -ιδίως όσοι είχαν χαμηλή διάθεση.
Από το «διάλειμμα» στην αϋπνία
Τα σύντομα ξυπνήματα στη διάρκεια της νύχτας είναι απολύτως φυσιολογικά, καθώς συμβαίνουν συχνά στις μεταβάσεις των σταδίων του ύπνου, ιδιαίτερα κοντά στη φάση REM. Το πώς αντιδρούμε σε αυτά, όμως, κάνει τη διαφορά. Όταν ανησυχούμε ή παρατηρούμε συνεχώς το ρολόι, ο χρόνος φαίνεται να «τεντώνεται», το άγχος αυξάνεται και ο ύπνος απομακρύνεται. Αντίθετα, η αποδοχή της αφύπνισης και η ήρεμη στάση μπορούν να διευκολύνουν την επιστροφή στον ύπνο.
Η γνωσιακή-συμπεριφορική θεραπεία για την αϋπνία προτείνει, εφόσον μείνουμε ξύπνιοι πάνω από 20 λεπτά, να σηκωθούμε από το κρεβάτι και να ασχοληθούμε με κάτι χαλαρωτικό, όπως το διάβασμα, επιστρέφοντας μόνο όταν νιώσουμε νύστα. Το κλειδί, σύμφωνα με τους ειδικούς, είναι να αποδεχθούμε τη φυσικότητα της αφύπνισης και να μειώσουμε τη νοητική πίεση γύρω από αυτή.
Ίσως, λοιπόν, το να ξυπνάμε στις 3 τα ξημερώματα δεν είναι ένδειξη προβλήματος, αλλά ένας υπαινιγμός του σώματος ότι θυμάται έναν πιο αρχέγονο ρυθμό: αυτόν του πρώτου και του δεύτερου ύπνου.
ΠΗΓΗ: ygeiamou.gr