Η αυτοπεποίθηση είναι η ήρεμη σιγουριά ότι αξίζουμε και μπορούμε να ανταπεξέλθουμε στις προκλήσεις. Αντιθέτως, η αλαζονεία προέρχεται από την υπερβολική πεποίθηση ανωτερότητας που συχνά αποξενώνει τους γύρω μας.
Η διαφορά τους δεν έγκειται μόνο σε αυτά που λέμε, αλλά κρίνεται και από τον τρόπο που τα επικοινωνούμε, τη στάση μας απέναντι στα λάθη και την προθυμία μας να ακούμε.
Σύμφωνα με μελέτη στο PLOS ONE, ο τρόπος που εκφραζόμαστε μετράει συχνά περισσότερο από το ίδιο το περιεχόμενο. Ένας τόνος που δείχνει υποτίμηση ή ειρωνεία μπορεί να «χρωματίσει» ακόμη και σωστές απόψεις ως αλαζονικές.
Στο ίδιο πνεύμα, έρευνα στο Metacognition and Learning διαπίστωσε ότι αρκετοί εμφανίζουν υπερβολική αυτοπεποίθηση σε σχέση με τις πραγματικές τους δυνατότητες. Αυτό το κενό μεταξύ αντίληψης και πραγματικότητας είναι θεμελιώδες στοιχείο της αλαζονείας.
Φράσεις που προδίδουν την αλαζονεία στον λόγο μας
«Λάθη; Εγώ δεν κάνω»: Δείχνει δυσκολία να παραδεχτούμε σφάλματα. Η πραγματική αυτοπεποίθηση βλέπει τα λάθη ως ευκαιρίες μάθησης και εξέλιξης.
«Αυτό ήδη το ξέρω»: Υποδηλώνει αίσθηση ανωτερότητας και κλείνει κάθε πιθανό κανάλι επικοινωνίας. Το να παραδεχτούμε ότι μάθαμε κάτι νέο δείχνει ανοιχτό μυαλό.
«Γνωρίζεις ποιος/ποια είμαι;»: Απαιτεί τον σεβασμό λόγω φήμης ή θέσης. Όμως, ο σεβασμός κερδίζεται με πράξεις, όχι με τίτλους ή επιθετικότητα.
«Δεν ασχολούμαι με αυτά»: Μπορεί να εκληφθεί ως υποτίμηση του συνομιλητή και του χρόνου του.
«Δεν χρειάζομαι στήριξη»: Συχνά κρύβει φόβο μήπως φανεί η οποιαδήποτε αδυναμία. Ωστόσο, το να δεχτούμε βοήθεια δείχνει ωριμότητα και αυτογνωσία.
«Έχω πάντα δίκιο»: Η πεποίθηση στο αλάθητο περιορίζει τη συνεργασία και την ανταλλαγή απόψεων /εμπειριών.
«Έτσι είμαι και δεν αλλάζω»: Συχνά χρησιμοποιείται για να αποφευχθεί η κριτική. Η διάθεση για αλλαγή δείχνει σιγουριά, όχι αδυναμία.
Οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος
Όπως εξηγεί η Marcia Reynolds σε άρθρο της στο Psychology Today, η βασική διαφορά ανάμεσα στην αυτοπεποίθηση και την αλαζονεία έγκειται στην πηγή από την οποία αντλούμε την αίσθηση της αξίας μας.
Η αυτοπεποίθηση χτίζεται μέσα από τη σύγκριση με τον εαυτό μας: αξιολογούμε την πρόοδό μας σε σχέση με το πού ήμασταν στο παρελθόν και πού έχουμε φτάσει σήμερα. Είναι μια εσωτερική διαδικασία που βασίζεται στην προσωπική εξέλιξη και στη συνεχή μάθηση. Από την άλλη πλευρά, η αλαζονεία τρέφεται από τη σύγκριση με τους άλλους.
Ένα άτομο που είναι αλαζονικό μετράει την αξία του με το αν βρίσκεται «πάνω» από τους γύρω του και συχνά επιχειρεί να τους υποβαθμίσει για να νιώσει ανώτερος. Αυτό τον κάνει ιδιαίτερα ευάλωτο στην αμφισβήτηση: μια απλή διαφωνία ή διόρθωση μπορεί να εκληφθεί ως προσωπική επίθεση. Η αίσθηση απειλής μεταφράζεται σε λόγο και αντιδράσεις που είναι αμυντικές, απορριπτικές ή ακόμη και επιθετικές, αποκαλύπτοντας την ανασφάλεια που κρύβεται πίσω από την επίφαση σιγουριάς.
Εν κατακλείδι, η αυτοπεποίθηση στηρίζεται στην αυτογνωσία και τον σεβασμό προς τους άλλους. Η αλαζονεία βασίζεται στην ανάγκη για επιβολή και υπεροχή. Οι πραγματικά σίγουροι άνθρωποι δεν χρειάζεται να το αποδείξουν: το δείχνουν με τον τρόπο που ακούν, συνεργάζονται και αποδέχονται την κριτική χωρίς να απειλείται η εικόνα τους.
ΠΗΓΗ: Ygeiamou.gr