Ο Βλαντιμίρ Πούτιν προέρχεται από έναν κύκλο πρακτόρων της διαβόητης KGB που διδάχθηκε από τη στρατηγική αποτυχία της αλήστου μνήμης ΕΣΣΔ σε οποιαδήποτε σχέση. Η συμφωνία της Ρωσίας με το Ιράν δεν είναι μία αμοιβαία αμυντική συνθήκη, ένα σημείο που ο ίδιος ο Ρώσος πρόεδρος επεσήμανε στις 18 Ιουνίου.
Πολλοί σχολιαστές έσπευσαν να επισημάνουν ότι η Ρωσία και το Ιράν έχουν μία υπογεγραμμένη στρατηγική εταιρική σχέση, αλλά σε αντίθεση με τη συνθήκη του ΝΑΤΟ (άρθρο 5), η συμφωνία τους δεν έχει καμία ρήτρα αμοιβαίας άμυνας. Παρατηρητές που παρακολουθούν εδώ και δεκαετίες την πορεία των σχέσεων της Ρωσίας με το Ιράν κατανοούν αυτήν τη συμφωνία ως μία από τις πολλές ρυθμίσεις που επιτρέπουν στη Μόσχα να χρησιμοποιήσει την Τεχεράνη για να προωθήσει τα συμφέροντά της, αποφεύγοντας παράλληλα την ευθύνη και την εμπλοκή στις πιο προκλητικές περιφερειακές ενέργειες του Ιράν.
Οταν η Ρωσία επενέβη στρατιωτικά στον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας, στα τέλη του 2015, το έπραξε μόνο αφού το τότε συριακό καθεστώς ζήτησε επίσημα βοήθεια και το Ιράν έπεισε τον Πούτιν ότι ο Μπασάρ αλ Ασαντ κινδύνευε να ανατραπεί. Η Μόσχα επέμεινε στην τακτική της αποφυγής της υπερβολικής εμπλοκής μέχρι την τελική πτώση του Ασαντ, τον περασμένο Δεκέμβριο. Σίγουρα, η εξέλιξη αυτή επέφερε μία απώλεια για τη Ρωσία, όμως η Μόσχα έδινε πλέον προτεραιότητα στον πόλεμο με την Ουκρανία.
Η Ρωσία υποστηρίζει το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, παρέχοντας τεχνική βοήθεια και κατασκευάζοντας πυρηνικούς σταθμούς. Η ρωσική πυρηνική εταιρία Rosatom κατασκεύασε τον πυρηνικό αντιδραστήρα Μπουσέρ του Ιράν στον κόλπο των πετρελαίων. Σε αντίθεση με την πτώση του Ασαντ, η κατάρρευση του καθεστώτος στην Τεχεράνη θα έβλαπτε σοβαρά τη στρατηγική θέση της Ρωσίας στη Μέση Ανατολή και τα ευρύτερα γεωστρατηγικά σχέδιά της.
Η Ρωσία θα είχε αποξενωθεί από τα αραβικά κράτη και το Ισραήλ αν είχε κάνει περισσότερα για να υποστηρίξει το Ιράν. Η Μόσχα δεν χρειάζεται πλέον την Τεχεράνη για τεχνολογία μη επανδρωμένων αεροσκαφών που θα υποστηρίξουν τον πόλεμο με την Ουκρανία. Δυτικοί αναλυτές μπορεί να περιγράφουν τη συμπεριφορά της Ρωσίας ως βραχυπρόθεσμο τακτικό καιροσκοπισμό, αλλά η αποφυγή της υπερδέσμευσης προς τους εταίρους της επιτρέπει στη Μόσχα να διατηρήσει τη θέση της μακροπρόθεσμα.
Παρ’ όλα αυτά, ένα αποδυναμωμένο καθεστώς στην Τεχεράνη είναι μία σημαντική οπισθοδρόμηση για τη Ρωσία και η Δύση πρέπει να κεφαλαιοποιήσει αυτήν τη στιγμή. Θα μπορούσε να αναδείξει παλαιότερα παραδείγματα της αποτυχίας της Ρωσίας να υποστηρίξει τους συμμάχους της. Για παράδειγμα, τα τελευταία χρόνια η Αρμενία έχει αποστασιοποιηθεί από τη Ρωσία, καθώς το Γερεβάν αισθάνθηκε επανειλημμένα απογοητευμένο από την αδυναμία της Μόσχας να εκπληρώσει τις στρατιωτικές δεσμεύσεις της προς την Αρμενία.
Σε έναν κόσμο όπου η Μόσχα εισβάλλει στην Ουκρανία, μετατρέπει αυτήν την εισβολή στη μεγαλύτερη σύρραξη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και εκβιάζει περιοδικά τη Δύση εκτοξεύοντας πυρηνικές απειλές ώστε να την τρομάξει και να κάνει λιγότερα υπέρ του Κιέβου, ένα πυρηνικό Ιράν θα ήταν εξίσου απειλητικό. Αν η Τεχεράνη κατείχε ένα πυρηνικό όπλο, θα αύξανε την πιθανότητα να παραμείνει αυτό το καθεστώς στην εξουσία και μαζί με τη Ρωσία και την Κίνα θα σχημάτιζαν ένα ευρασιατικό τόξο ισχυρών κρατών, που θα στεκόταν απέναντι στη φιλελεύθερη παγκόσμια τάξη.
ΠΗΓΗ: Ελεύθερος Τύπος