Πρόκειται για Ταμείο που δέχεται μόνο ιδιωτικές εισφορές και χρησιμοποιείται για την οικονομική στήριξη φοιτητών.
Συγκεκριμένα, ο νόμος που ψηφίστηκε τον περασμένο Σεπτέμβριο, προέβλεπε τη δημοσιοποίηση των ονομάτων των προσώπων, φυσικών και νομικών, που καταβάλλουν χορηγίες πέραν των €5.000 προς τον Φορέα Κοινωνικής Στήριξης, με την ανάρτηση σχετικού καταλόγου στην ιστοσελίδα του.
Η αναφορά του νόμου στο Ανώτατο από ΠτΔ
Υπενθυμίζεται ότι τον νόμο είχε αναφέρει τον περασμένο Οκτώβριο στο Ανώτατο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Νίκος Χριστοδουλίδης.
Σύμφωνα με το Σημείωμα που συνοδεύει την Αναφορά, υπενθυμίζεται ότι ο Ανεξάρτητος Φορέας Κοινωνικής Στήριξης ιδρύθηκε το 2014, με πρωτοβουλία της συζύγου του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας, με στόχο την οικονομική στήριξη φοιτητών που δεν μπορούσαν να συνεχίσουν τις σπουδές τους για απόκτηση πρώτου πτυχίου/διπλώματος, λόγω οικονομικών προβλημάτων.
Βασικοί λόγοι στους οποίους εδράζεται η Αναφορά του Νόμου, σημειώνεται στο Σημείωμα, είναι η ασυμβατότητα με τα Άρθρα 7 και 8 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ και τον Γενικό Κανονισμό για την Προστασία Δεδομένων, τα οποία προβλέπουν ότι η επεξεργασία των δεδομένων πρέπει να ανταποκρίνεται σε σκοπό δημοσίου συμφέροντος και να είναι ανάλογος προς τον επιδιωκόμενο θεμιτό σκοπό. "Η δημοσιοποίηση του καταλόγου, σε σχέση με τους προβλεπόμενους πόρους του Ειδικού Ταμείου, μπορεί να είναι δημοσίου ενδιαφέροντος όχι όμως δημοσίου συμφέροντος", αναφέρεται.
Προστίθεται ότι η απαίτηση αναγκαιότητας, δεν πληρείται, "όταν ο επιδιωκόμενος σκοπός γενικού συμφέροντος, μπορεί εύλογα να επιτευχθεί, κατά τρόπο εξίσου αποτελεσματικό, με άλλα μέσα, τα οποία θίγουν λιγότερο τα θεμελιώδη δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων".
Στο σκεπτικό της αναφοράς διατυπώνεται επίσης η θέση ότι η διαφάνεια, ο έλεγχος και η λογοδοσία των εισφορών που γίνονται στο ταμείο του Ανεξάρτητου Φορέα Κοινωνικής Στήριξης, του οποίου προεδρεύει ο/η εκάστοτε σύζυγος του Προέδρου της Δημοκρατίας, "διασφαλίζονται και από τον ιδρυτικό του Νόμο, αφού άλλωστε οι εισφορές γίνονται με εμβάσματα στην Κεντρική Τράπεζα, που ελέγχει και την πηγή προέλευσής τους".
Η απόφαση του Ανωτάτου
Στην ομόφωνη απόφασή του, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο αναφέρει ότι με τον νόμο η Βουλή δεν αιτιολόγησε την ανάγκη για να εκτεθούν τα προσωπικά δεδομένα των πολιτών, όπως και των νομικών προσώπων, κάτι που θεωρείται ως παρέμβαση στο δικαίωμα της προσωπικής ζωής.
Όπως αποφάσισε ο νόμος παραβιάζει θεμελιώδη άρθρα του Συντάγματος, που αφορούν στην προστασία της ιδιωτικής ζωής και κατά επέκταση της προστασίας των προσωπικών δεδομένων.
Συγκεκριμένα, γνωμάτευσε ότι οι υπό Αναφορά Νομοθετικές Διατάξεις αντίκεινται προς τις διατάξεις των Άρθρων 1Α, 15 και, κατά προέκταση, του Άρθρου 179 Συντάγματος, καθώς επίσης και προς τα Άρθρα 7 και 8 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ και τον Ενωσιακό Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 2016/679.
Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε ότι «επίκληση από νομικά πρόσωπα της προστασίας των Άρθρων 7 και 8 του Χάρτη, είναι δυνατή και μπορεί να λάβει χώραν – προς όφελος και προστασία φυσικού προσώπου, όπως προκύπτει από την Volker (ανωτέρω) - στις περιπτώσεις και στο βαθμό, όπου η επωνυμία του νομικού προσώπου προσδιορίζει ένα ή περισσότερα φυσικά πρόσωπα».
«Όπου, δηλαδή, εν ολίγοις, μέσω της δημοσιοποίησης της εταιρικής επωνυμίας μπορεί να εξακριβωθεί η ταυτότητα φυσικού προσώπου. Στη βάση των πιο πάνω, η καταχώρηση και δημοσιοποίηση, χωρίς διάκριση, των επωνυμιών των νομικών προσώπων, ως ο υπό Αναφορά Νόμος διαλαμβάνει, παραβιάζει στις περιπτώσεις εξακρίβωσης, άμεσα ή έμμεσα, της ταυτότητας φυσικών προσώπων, το δικαίωμά τους στην ιδιωτική ζωή και στα προσωπικά τους δεδομένα», σημειώνει.
Πρόσθετα, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο αναφέρει στην απόφασή του ότι «με τον υπό Αναφορά Νόμο καταστρατηγείται ο Κανονισμός, αφού η Βουλή υποχρεώνει τον Φορέα να δημοσιεύει την επωνυμία νομικού προσώπου, χωρίς να προηγείται η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, όπως ρητά διαλαμβάνει τόσο ο Κανονισμός όσο και ο εναρμονιστικός Νόμος και προκειμένου να διαπιστωθεί, από το αρμόδιο όργανο, αν με την επωνυμία του νομικού προσώπου προσδιορίζονται ένα ή περισσότερα φυσικά πρόσωπα».
Η παρούσα γνωμάτευση του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου έχει ήδη κοινοποιηθεί στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στη Βουλή των Αντιπροσώπων, σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 140.2 του Συντάγματος.
Τι είναι ο Φορέας Κοινωνικής Στήριξης
Υπενθυμίζεται ότι ο Ανεξάρτητος Φορέας Κοινωνικής Στήριξης ιδρύθηκε δυνάμει του Άρθρου 3 του περί του Ανεξάρτητου Φορέα Κοινωνικής Στήριξης Νόμου του 2014, Ν. 156(Ι)/2014, με σκοπό δημιουργίας και λειτουργίας του, ως προνοείται από το Άρθρο 5 του εν λόγω Νόμου, την παροχή οικονομικής στήριξης σε δυσπραγούντα φυσικά πρόσωπα.
Ο Φορέας τελεί υπό την αρμοδιότητα του Υπουργείου Εργασίας και υπό τη διοίκηση και διαχείριση Επιτροπής, η ίδρυση της οποίας προβλέπεται από το Άρθρο 6 του βασικού νόμου, ενώ συγκροτείται από πέντε μέλη, με Πρόεδρο την/τον σύζυγο του/της εκάστοτε Προέδρου της Δημοκρατίας ή -σε περίπτωση που δεν επιθυμεί να αναλάβει- το Υπουργικό Συμβούλιο διορίζει ως Πρόεδρο πρόσωπο εγνωσμένου κύρους και ήθους.
Ως Ταμίας ορίζεται ο εκάστοτε Γενικός Λογιστής της Δημοκρατίας και ως μέλη οι εκάστοτε Γενικοί Διευθυντές των Υπουργείων Εργασίας, Παιδείας και Υγείας ή οποιαδήποτε αρμοδίως εξουσιοδοτημένα από αυτούς πρόσωπα.
Σημειώνεται ότι οι πόροι του Φορέα, ως προνοείται από το Άρθρο 4 του βασικού νόμου, δύναται να προέρχονται από δωρεές ή/και εισφορές από οποιοδήποτε πρόσωπο ή/και από οποιαδήποτε άλλη νόμιμη πηγή ή/και νόμιμη δραστηριότητα, που έχει τύχει της προηγούμενης αποδοχής ή έγκρισης της Επιτροπής, ενώ απαγορεύεται η με οποιοδήποτε τρόπο οικονομική ενίσχυση του Φορέα με πόρους που προέρχονται από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας.
Η ανακοίνωση της Νομικής Υπηρεσίας
Απόφαση Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου: Ομόφωνα δεκτή η Αναφορά του Προέδρου της Δημοκρατίας στον νόμο για δημοσιοποίηση των ονομάτων που συνεισφέρουν στον Ανεξάρτητο Φορέα Κοινωνικής Στήριξης
Αντισυνταγματικός καθ’ ολοκληρίαν κρίθηκε από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο ο τροποποιητικός νόμος της Βουλής – Τίθεται θέμα προσωπικών δεδομένων φυσικών και νομικών προσώπων
Ως αντισυνταγματικός καθ’ ολοκληρίαν κρίθηκε ομόφωνα, σήμερα, από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, κατόπιν Αναφοράς του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο τροποποιητικός Νόμος που ψηφίστηκε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων ο οποίος προέβλεπε, μεταξύ άλλων, τη δημοσιοποίηση των ονομάτων των προσώπων που καταβάλλουν χορηγίες πέραν των 5.000 Ευρώ στο Ειδικό Ταμείο του Ανεξάρτητου Φορέα Κοινωνικής Στήριξης, όπως και το ποσό που καταβάλλεται. Πρόκειται για Ταμείο που δέχεται μόνο ιδιωτικές δωρεές ή/και εισφορές από οποιοδήποτε φυσικό και νομικό πρόσωπο, και χρησιμοποιείται για την παροχή οικονομικής στήριξης σε δυσπραγούντα φυσικά πρόσωπα.
Ο νόμος κρίθηκε ως αντισυνταγματικός λόγω του ότι οι τροποποιήσεις που εισήχθησαν μετά από πρόταση νόμου βουλευτών, αντίκεινται σε Άρθρα του Συντάγματος.
Το Δικαστήριο ειδικότερα εστίασε σε εξέταση του Άρθρου 15 (δικαίωμα στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή), για να συμφωνήσει με τη θέση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ότι, η δημοσιοποίηση των στοιχείων των προσώπων που καταβάλλουν ποσά στον Φορέα, καθώς και το ύψος του ποσού που καταβάλλεται, χωρίς να ληφθεί εκ των προτέρων η συγκατάθεσή τους, δεν συνάδει με την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας και παραβιάζει το ενωσιακό δίκαιο.
«Η δημοσιοποίηση στοιχείων των προσώπων που κατέβαλαν ποσά στον Φορέα αποτελεί επέμβαση στο δικαίωμά τους για ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, δεδομένου ότι τα περιουσιακά στοιχεία του ατόμου συνιστούν μέρος της ιδιωτικής του ζωής. Ως εκ τούτου, ο εξαναγκασμός του προσώπου προς παροχή λεπτομερειών προσωπικών εξόδων αναπόδραστα οδηγεί στην παραβίαση της συνταγματικής αυτής διάταξης», αναφέρεται στο κείμενο της Γνωμάτευσης του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου. Τέτοια δεδομένα, σύμφωνα με το Δικαστήριο, εμπίπτουν στη σφαίρα του θεμελιώδους δικαιώματος της ιδιωτικής ζωής και τυγχάνουν προστασίας και από τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου μέσω παγιωμένης νομολογίας. Ως εκ τούτου, «η καταχώριση σε μητρώο και η δημοσιοποίηση των προσωπικών στοιχείων των φυσικών προσώπων που καταβάλλουν εισφορές, αποτελούν επέμβαση στο δικαίωμά τους για προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τους αφορούν, και στο δικαίωμά τους για σεβασμό της ιδιωτικής τους ζωής».
Ως προς την αρχή της αναλογικότητας, η πλήρης ολομέλεια του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου ανέπτυξε τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες θεμελιώδη δικαιώματα του ατόμου μπορούν να περιοριστούν, καταλήγοντας ότι οι ουσιαστικές διατάξεις του υπό Αναφορά νόμου είναι αντισυνταγματικές. «Είναι διαπίστωσή μας», αναφέρει το Δικαστήριο, «ότι στο υπό Αναφορά νομοθέτημα προσδιορίζεται ως τομέας προς το συμφέρον του οποίου γίνεται η επέμβαση, η ενίσχυση της διαφάνειας και της λογοδοσίας σε σχέση με τους πόρους του Φορέα. Πλην όμως, δεν στοιχειοθετείται από τη νομοθετική εξουσία, η οποία και βαρύνεται με τη σχετική υποχρέωση, η άμεση και επιτακτική κοινωνική ανάγκη για την οποία χωρεί η επέμβαση στο υπό συζήτηση θεμελιώδες δικαίωμα, [ώστε] […] [να] μετουσιώνεται σε στέρεα νομιμοποιητική βάση, απαλλαγμένη από οποιαδήποτε αυθαιρεσία». Για να συνεχίσει σημειώνοντας: «Έστω όμως και αν τεκμηριωνόταν από τον νομοθέτη η ανάγκη προς καταχώριση και δημοσιοποίηση -με αναφορά στην αρχή της διαφάνειας και υπό το πρίσμα της συμμετοχής της/του εκάστοτε συζύγου του/της Προέδρου της Δημοκρατίας στη διοίκηση του Φορέα– παρατηρείται παντελής απουσία τεκμηρίωσης από τον νομοθέτη της αρχής της αναλογικότητας, η οποία αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.»
Συγκεκριμένη και σαφής αναφορά από το Δικαστήριο γίνεται και στον τρόπο δημοσιοποίησης των ονομάτων των φυσικών και νομικών προσώπων των δωρητών. Αναφέρει σχετικά: «[…] η χωρίς κανένα περιορισμό και προς καθολική γνώση, ανάρτηση στην ιστοσελίδα του Φορέα των στοιχείων των φυσικών προσώπων, παρέχει την ελεύθερη διαδικτυακή πρόσβαση σε δυνητικά απεριόριστο αριθμό προσώπων, τα οποία, για λόγους απροσδιόριστους και ασύνδετους προς τον επιδιωκόμενο με το νομοθέτημα σκοπό, ενημερώνονται για την προσωπική και οικονομική δυνατότητα των δωρητών. […] Κατά ταυτόσημο τρόπο, η χωρίς διάκριση καταχώριση και δημοσιοποίηση των νομικών προσώπων, ως προβλέπεται στον υπό Αναφορά νόμο, συνιστά επέμβαση στο δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. […] Το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή και προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα καλύπτει και αφορά σε κάθε πληροφορία, ικανή να οδηγήσει κατά τρόπον άμεσο ή έμμεσο στην ταυτοποίηση φυσικού προσώπου. Επίκληση από νομικά πρόσωπα […] είναι δυνατή και μπορεί να λάβει χώραν -προς όφελος και προστασία φυσικού προσώπου- στις περιπτώσεις και στον βαθμό όπου η επωνυμία του νομικού προσώπου προσδιορίζει ένα ή περισσότερα φυσικά πρόσωπα. Όπου, δηλαδή, εν ολίγοις, μέσω της δημοσιοποίησης της εταιρικής επωνυμίας μπορεί να εξακριβωθεί η ταυτότητα φυσικού προσώπου. Στη βάση των πιο πάνω, η καταχώριση και δημοσιοποίηση, χωρίς διάκριση, των επωνυμιών των νομικών προσώπων, ως ο υπό Αναφορά Νόμος διαλαμβάνει, παραβιάζει, στις περιπτώσεις εξακρίβωσης, άμεσα ή έμμεσα, της ταυτότητας φυσικών προσώπων, το δικαίωμα τους στην ιδιωτική ζωή και τα προσωπικά τους δεδομένα. Πρόσθετα, με τον υπό Αναφορά νόμο καταστρατηγείται ο Κανονισμός [Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα], αφού η Βουλή υποχρεώνει τον Φορέα να δημοσιεύει την επωνυμία νομικού προσώπου, χωρίς να προηγείται η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, όπως ρητά διαλαμβάνει τόσο ο Κανονισμός όσο και ο εναρμονιστικός νόμος και προκειμένου να διαπιστωθεί, από το αρμόδιο όργανο, αν με την επωνυμία του νομικού προσώπου προσδιορίζονται ένα ή περισσότερα φυσικά πρόσωπα.»
Εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, την υπόθεση χειρίστηκαν η κα Ειρήνη Νεοφύτου και η κα Δένα Θεοδώρου, Ανώτερες Δικηγόροι της Δημοκρατίας.