Το Ανώτατο Δικαστήριο στη Λευκωσία απέρριψε ομόφωνα την περασμένη Πέμπτη την έφεση που υπέβαλε καταδικασθέντας, επιδιώκοντας την ανατροπή της καταδικαστικής για τον ίδιο απόφασης του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας σε 4 χρόνια φυλάκιση, για αδικήματα σεξουαλικής φύσεως.
Ο εφεσίων κρίθηκε ένοχος από το Πρωτόδικο Δικαστήριο σε δύο κατηγορίες, που αφορούν σε αδικήματα σεξουαλικής φύσεως, τα οποία προέκυψαν στις 3 Απριλίου του 2016.
Συγκεκριμένα το πρώτο αδίκημα τού απέδιδε συμμετοχή σε σεξουαλική πράξη με παιδί, κατά παράβαση του άρθρου 6(4)(α) του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου του 2014, ενώ το δεύτερο αδίκημα τού απέδιδε άσεμνη επίθεση κατά γυναικός, κατά παράβαση του άρθρου 151 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Υποκείμενο των σεξουαλικών αδικημάτων ήταν η παραπονουμένη στην υπόθεση, θυγατέρα του εφεσείοντος, ηλικίας, κατά τον ουσιώδη χρόνο, έντεκα ετών.
Σημειώνεται πως το Κακουργοδικείο, στην απόφασή του, διαπίστωσε ότι αποδείχτηκαν τα συστατικά στοιχεία των προαναφερθέντων δύο αδικημάτων, στη βάση των ιδίων γεγονότων, που αυτό δέχτηκε ως αληθή και ως εκ τούτου, επέβαλε στον εφεσείοντα ποινή φυλάκισης τεσσάρων χρόνων μόνο στην πρώτη κατηγορία.
Σύμφωνα με την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, η έφεση περιορίστηκε στους δύο λόγους, τους οποίους ο συνήγορος του εφεσείοντος καταχώρισε συμπληρωματικά της ελλιπούς ειδοποίησης που είχε καταχωρίσει μόνος του ο εφεσείων.
Όπως σημειώνεται «με αυτούς, προσβάλλεται μόνο η καταδίκη του, ενώ στο επίκεντρό τους τίθεται, κατά κύριο λόγο, η αλήθεια της μαρτυρίας της παραπονουμένης, ως θέμα κοινής λογικής».
Το Ανώτατο αναφέρει πως το Κακουργιοδικείο έκρινε πως η μαρτυρία της παραπονουμένης δεν ήταν αντίθετη με την επιστημονική μαρτυρία της Ιατροδικαστή, που ήταν βασική μάρτυρας στην υπόθεση και κατά το στάδιο δε της έφεσης, δεν αναπτύχθηκε οποιαδήποτε θέση, η οποία να πείθει περί του αντιθέτου.
Συνεπώς, αναφέρει η απόφαση, η πρωτόδικη διαπίστωση εν κατακλείδι θεωρείται ορθή.
Σε σχέση με την εισήγηση της υπεράσπισης, στη βάση του αδιαμφισβήτητου της έκθεσης Κλινικής Ψυχολόγου που αναφέρει ότι η παραπονουμένη παρουσίαζε συγκεκριμένα συμπτώματα μετατραυματικού στρες, ωστόσο, η κατάστασή της δεν πληρούσε τα κριτήρια για διάγνωση της συγκεκριμένης διαταραχής, εισηγήθηκε πως η παραπονουμένη είπε ψέματα ότι η ίδια είχε υποβληθεί από τον εφεσείοντα στη μεταχείριση επί της οποίας στοιχειοθετήθηκαν οι εναντίον του κατηγορίες, που εν τέλει, οδήγησαν στην καταδίκη του.
«Όπως γίνεται αντιληπτό, η πιο πάνω θέση της Υπεράσπισης εκλαμβάνει ως δεδομένο ότι η μεταχείριση που περιέγραψε η παραπονουμένη ότι αυτή υπέστη από τον εφεσείοντα έπρεπε, οπωσδήποτε, να της είχε προκαλέσει μετατραυματικό στρες. Η Κλινική Ψυχολόγος δεν ανέφερε, όμως, κάτι τέτοιο στη μαρτυρία της, ούτε η Υπεράσπιση πρόσφερε οποιαδήποτε τέτοια μαρτυρία στο Κακουργιοδικείο. Επομένως, δεν είναι δυνατό να γίνει δεκτή η εισήγηση, ανωτέρω, εκ μέρους του εφεσείοντος. Σημειώνεται δε πως αυτή ήταν η κατάληξη, σχετικά, του Κακουργιοδικείου, η οποία, στη βάση της συζήτησης που έχει προηγηθεί, θεωρείται ορθή», αναφέρει η απόφαση.
Σε σχέση με άλλο λόγο της έφεσης ότι το Κακουργοδικείο, κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονουμένης, δεν έλαβε υπόψη το νεαρό της ηλικίας της και επομένως δεν καθοδηγήθηκε επαρκώς, το Ανώτατο σημειώνει πως η συγκεκριμένη εισήγηση περιορίζεται σε γενικές παρατηρήσεις και δεν παραπέμπει σε οποιουσδήποτε χειρισμούς, σχετικά, από το Κακουργιοδικείο αναφορικά με συγκεκριμένες πτυχές της μαρτυρίας της παραπονουμένης.
Όπως αναφέρει «γενικά, δεν καθορίζεται στην αιτιολογία σε τι ακριβώς έσφαλε το Κακουργοδικείο κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονουμένης και τι αναμενόταν αυτό να πράξει, ως κατά νόμο ορθό, στο πλαίσιο της πιο πάνω λειτουργίας του».
«Επομένως, το υπό εξέταση θέμα αντικρίζεται ως, ιδιαίτερα, περιορισμένο, σε σχέση με προς το τι θα πρέπει να εξεταστεί συναφώς. Για την ακρίβεια, με αυτό τίθεται, γενικώς, θέμα χειρισμού της μαρτυρίας της παραπονουμένης από το Κακουργιοδικείο και, δη, σε σχέση με την απόδειξη του αδικήματος, για το οποίο ο εφεσείων καταδικάστηκε, δυνάμει του Νόμου», προσθέτει.
Τέλος, η απόφαση αναφέρει πως δε διαπιστώνεται η Υπεράσπιση να αντιπαρέβαλε, στο στάδιο της έφεσης οτιδήποτε, για να καταδείξει επιτυχώς ότι στη μαρτυρία της παραπονουμένης υπήρχαν θέματα τα οποία, εύλογα την καθιστούσαν αμφιβόλου αξίας ως προς την αλήθειά της.
ΚΥΠΕ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ:
• Με κίτρινη προειδοποίηση, καταιγίδες και χαλάζι ο καιρός - Τι μας επιφυλάσσει για τα Χριστούγεννα
• Αλκοόλ και οδήγηση: «Καμπανάκι» για την περίοδο Χριστουγέννων - Οι ποινές και οι τιμές
• Πώς να απολαύσεις το γιορτινό τραπέζι χωρίς ενοχές – Διατροφολόγος στο «Τ»
Ακολουθήστε το Tothemaonline.com στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις