Το Γενικό Δικαστήριο της ΕΕ (ΓΔΕΕ) ακύρωσε απόφαση της Κομισιόν κρίνοντας ως συμβατές με το κοινοτικό δίκαιο ενισχύσεις υπέρ θυγατρικής της Amazon στο Λουξεμβούργο. Το ΓΔΕΕ έκρινε ότι δεν υπάρχει επιλεκτικό πλεονέκτημα με αποδέκτη την LuxOpCo, λουξεμβουργιανή θυγατρική εταιρία του ομίλου Amazon και πως η Κομισιόν δεν απέδειξε µε επαρκή νομικά στοιχεία ότι υπήρξε ελάφρυνση της φορολογικής επιβάρυνσης της εν λόγω εταιρίας. Κατά της σχετικής απόφασης της Κομισιόν προσέφυγαν το Λουξεμβούργο και ο όμιλος Amazon αμφισβητώντας ιδίως την συλλογιστική της αναφορικά με την ύπαρξη πλεονεκτήματος.
Σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης, από το 2006, ο όμιλος Amazon συνεχίζει τις εμπορικές του δραστηριότητες στην Ευρώπη μέσω δυο συνδεδεμένων εταιριών εγκατεστημένων στο Λουξεμβούργο, αφενός, της Amazon Europe Holding Technologies SCS (LuxSCS), λουξεμβουργιανής ετερόρρυθμης εταιρίας, οι εταίροι της οποίας ήταν αμερικανικές οντότητες του ομίλου Amazon και, αφετέρου, της Amazon EU Sàrl (LuxOpCo), θυγατρικής της LuxSCS.
Μεταξύ των ετών 2006 και 2014, η LuxSCS ήταν ελέγχουσα εταιρεία άυλων περιουσιακών στοιχείων για τις ευρωπαϊκές εργασίες της Amazon. Για το σκοπό αυτό, συνήψε διάφορες συμβάσεις με τις αμερικανικές οντότητες του ομίλου Amazon, ήτοι συμβάσεις παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης και εκχώρησης προϋφιστάμενης διανοητικής ιδιοκτησίας με την Amazon Technologies, Inc. (ATI) (σύμβαση εισόδου), καθώς και σύμβαση επιμερισμού του κόστους του προγράμματος ανάπτυξης των άυλων στοιχείων ενεργητικού (σύμβαση επιμερισμού του κόστους) με την ΑΤΙ και μια δεύτερη οντότητα, την A9.com, Inc.
Με τις συμβάσεις αυτές, η LuxSCS απέκτησε το δικαίωμα εκμετάλλευσης ορισμένων δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας εστιάζοντας στην τεχνολογία, τα δεδομένα των πελατών και τα εμπορικά σήματα, καθώς και την παραχώρηση περαιτέρω αδειών εκμετάλλευσης των άυλων στοιχείων ενεργητικού.
Η LuxSCS συνήψε, μεταξύ άλλων, σύμβαση άδειας με την LuxOpCo, τον κύριο οικονομικό φορέα της εμπορικής δραστηριότητας του ομίλου Amazon στην Ευρώπη. Δυνάμει αυτής της συμφωνίας, η LuxOpCo δεσμευόταν να καταβάλλει δικαιώματα εκμετάλλευσης στην LuxSCS ως αντάλλαγμα για τη χρήση των άυλων στοιχείων ενεργητικού.
Στις 6 Νοεμβρίου 2003, οι φορολογικές αρχές του Λουξεμβούργου εξέδωσαν, κατόπιν αιτήματος της Amazon.com φορολογική απόφαση (tax ruling). Aυτό το αίτημα αποσκοπούσε να επιβεβαιωθεί η μεταχείριση των LuxOpCo και LuxSCS ως προς τον λουξεμβουργιανό φόρο εισοδήματος εταιριών. Όσον αφορά, πιο συγκεκριμένα, τον καθορισμό του φορολογητέου ετήσιου εισοδήματος της LuxOpCo, ο όμιλος Amazon είχε προτείνει να υπολογίσει την αμοιβή του λεγόμενου «πλήρους ανταγωνισμού» των δικαιωμάτων εκμετάλλευσης που πρέπει να καταβάλει η LuxOpCo στη LuxSCS, σύμφωνα με την μέθοδο καθαρού περιθωρίου κέρδους συναλλαγής (MTMN), ορίζοντας την LuxOpCo ως το «ελεγχόμενο μέρος».
Η φορολογική απόφαση επιβεβαίωνε, αφενός, ότι η LuxSCS δεν υποβαλλόταν σε φόρο εισοδήματος εταιριών λόγω της εταιρικής της μορφής και, αφετέρου, ενέκρινε την μέθοδο υπολογισμού του ύψους των ετήσιων δικαιωμάτων εκμετάλλευσης (τέλος άδειας) που οφείλει η LuxOpCo στη LuxSCS δυνάμει της προαναφερθείσας σύμβασης άδειας.
Το 2017, η Κομισιόν εκτίμησε ότι, η φορολογική απόφαση, στο μέτρο που είχε εγκρίνει τον χαρακτήρα «πλήρους ανταγωνισμού» της μεθόδου υπολογισμού του ύψους των δικαιωμάτων εκμετάλλευσης που οφείλει η LuxOpCo στη LuxSCS, καθώς και την ετήσια εφαρμογή της από το 2006 έως το 2014, συνιστά κρατική ενίσχυση μη συμβατή με την εσωτερική αγορά, κατά την έννοια του άρθρου 107 ΣΛΕΕ.
Ειδικότερα, η Κομισιόν κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρξε πλεονέκτημα υπέρ της LuxOpCo, θεωρώντας, κατ’ουσίαν, ότι το το ύψος των οφειλόμενων δικαιωμάτων εκμετάλλευσης από τη LuxOpCo προς τη LuxSCS, κατ’εφαρμογήν της μεθόδου υπολογισμού που εγκρίθηκε από την επίμαχη φορολογική απόφαση, κατά την διάρκεια της σχετικής περιόδου, ήταν πολύ υψηλό, με αποτέλεσμα η αμοιβή της LuxOpCo, και, ως εκ τούτου, η φορολογητέα βάση να έχουν μειωθεί τεχνητά. Παρατηρώντας ότι η φορολογική απόφαση εφαρμόστηκε στο Λουξεμβούργο χωρίς προηγούμενη κοινοποίηση, η Επιτροπή διέταξε την ανάκτηση της παράνομης ενίσχυσης.
ΚΥΠΕ
Σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης, από το 2006, ο όμιλος Amazon συνεχίζει τις εμπορικές του δραστηριότητες στην Ευρώπη μέσω δυο συνδεδεμένων εταιριών εγκατεστημένων στο Λουξεμβούργο, αφενός, της Amazon Europe Holding Technologies SCS (LuxSCS), λουξεμβουργιανής ετερόρρυθμης εταιρίας, οι εταίροι της οποίας ήταν αμερικανικές οντότητες του ομίλου Amazon και, αφετέρου, της Amazon EU Sàrl (LuxOpCo), θυγατρικής της LuxSCS.
Μεταξύ των ετών 2006 και 2014, η LuxSCS ήταν ελέγχουσα εταιρεία άυλων περιουσιακών στοιχείων για τις ευρωπαϊκές εργασίες της Amazon. Για το σκοπό αυτό, συνήψε διάφορες συμβάσεις με τις αμερικανικές οντότητες του ομίλου Amazon, ήτοι συμβάσεις παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης και εκχώρησης προϋφιστάμενης διανοητικής ιδιοκτησίας με την Amazon Technologies, Inc. (ATI) (σύμβαση εισόδου), καθώς και σύμβαση επιμερισμού του κόστους του προγράμματος ανάπτυξης των άυλων στοιχείων ενεργητικού (σύμβαση επιμερισμού του κόστους) με την ΑΤΙ και μια δεύτερη οντότητα, την A9.com, Inc.
Με τις συμβάσεις αυτές, η LuxSCS απέκτησε το δικαίωμα εκμετάλλευσης ορισμένων δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας εστιάζοντας στην τεχνολογία, τα δεδομένα των πελατών και τα εμπορικά σήματα, καθώς και την παραχώρηση περαιτέρω αδειών εκμετάλλευσης των άυλων στοιχείων ενεργητικού.
Η LuxSCS συνήψε, μεταξύ άλλων, σύμβαση άδειας με την LuxOpCo, τον κύριο οικονομικό φορέα της εμπορικής δραστηριότητας του ομίλου Amazon στην Ευρώπη. Δυνάμει αυτής της συμφωνίας, η LuxOpCo δεσμευόταν να καταβάλλει δικαιώματα εκμετάλλευσης στην LuxSCS ως αντάλλαγμα για τη χρήση των άυλων στοιχείων ενεργητικού.
Στις 6 Νοεμβρίου 2003, οι φορολογικές αρχές του Λουξεμβούργου εξέδωσαν, κατόπιν αιτήματος της Amazon.com φορολογική απόφαση (tax ruling). Aυτό το αίτημα αποσκοπούσε να επιβεβαιωθεί η μεταχείριση των LuxOpCo και LuxSCS ως προς τον λουξεμβουργιανό φόρο εισοδήματος εταιριών. Όσον αφορά, πιο συγκεκριμένα, τον καθορισμό του φορολογητέου ετήσιου εισοδήματος της LuxOpCo, ο όμιλος Amazon είχε προτείνει να υπολογίσει την αμοιβή του λεγόμενου «πλήρους ανταγωνισμού» των δικαιωμάτων εκμετάλλευσης που πρέπει να καταβάλει η LuxOpCo στη LuxSCS, σύμφωνα με την μέθοδο καθαρού περιθωρίου κέρδους συναλλαγής (MTMN), ορίζοντας την LuxOpCo ως το «ελεγχόμενο μέρος».
Η φορολογική απόφαση επιβεβαίωνε, αφενός, ότι η LuxSCS δεν υποβαλλόταν σε φόρο εισοδήματος εταιριών λόγω της εταιρικής της μορφής και, αφετέρου, ενέκρινε την μέθοδο υπολογισμού του ύψους των ετήσιων δικαιωμάτων εκμετάλλευσης (τέλος άδειας) που οφείλει η LuxOpCo στη LuxSCS δυνάμει της προαναφερθείσας σύμβασης άδειας.
Το 2017, η Κομισιόν εκτίμησε ότι, η φορολογική απόφαση, στο μέτρο που είχε εγκρίνει τον χαρακτήρα «πλήρους ανταγωνισμού» της μεθόδου υπολογισμού του ύψους των δικαιωμάτων εκμετάλλευσης που οφείλει η LuxOpCo στη LuxSCS, καθώς και την ετήσια εφαρμογή της από το 2006 έως το 2014, συνιστά κρατική ενίσχυση μη συμβατή με την εσωτερική αγορά, κατά την έννοια του άρθρου 107 ΣΛΕΕ.
Ειδικότερα, η Κομισιόν κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρξε πλεονέκτημα υπέρ της LuxOpCo, θεωρώντας, κατ’ουσίαν, ότι το το ύψος των οφειλόμενων δικαιωμάτων εκμετάλλευσης από τη LuxOpCo προς τη LuxSCS, κατ’εφαρμογήν της μεθόδου υπολογισμού που εγκρίθηκε από την επίμαχη φορολογική απόφαση, κατά την διάρκεια της σχετικής περιόδου, ήταν πολύ υψηλό, με αποτέλεσμα η αμοιβή της LuxOpCo, και, ως εκ τούτου, η φορολογητέα βάση να έχουν μειωθεί τεχνητά. Παρατηρώντας ότι η φορολογική απόφαση εφαρμόστηκε στο Λουξεμβούργο χωρίς προηγούμενη κοινοποίηση, η Επιτροπή διέταξε την ανάκτηση της παράνομης ενίσχυσης.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ:
• Απόφαση-Σοκ από το Ηνωμένο Βασίλειο: Με ηλεκτρονική Visa η είσοδος στη χώρα
• Τέσσερα πράγματα που ποτέ δεν πρέπει να αναζητήσεις στην Google - Ο λόγος
Ακολουθήστε το Tothemaonline.com στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις