Τη θέση ότι ο Κώστας Κληρίδης δεν έθεσε ενώπιον του οποιοδήποτε όρο προκειμένου να αποδεχτεί το διορισμό του στη θέση του Γενικού Εισαγγελέα, εξέφρασε σήμερα ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Νίκος Αναστασιάδης, ξεκαθαρίζοντας ότι δεν είναι στο χαρακτήρα του να ανέχεται να του θέτουν όρους.
Μιλώντας ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας υπό την ιδιότητα του μάρτυρα υπεράσπισης στην ποινική υπόθεση του τέως Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα Ρίκκου Ερωτοκρίτου, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης αναφέρθηκε εκτενώς στις συναντήσεις του με τον κ. Ερωτοκρίτου και τον κ. Κληρίδη στην προσπάθεια του, όπως ανέφερε, να εξομαλυνθούν οι μεταξύ τους σχέσεις για την ομαλή λειτουργία της Γενικής Εισαγγελίας.
Για το σκοπό αυτό, σημείωσε, είχε εισηγηθεί όπως το χειρισμό των ποινικών υποθέσεων αναλάβει ο τέως Βοηθός Γενικός Εισαγγελίας, λόγω της εμπειρίας του στις ποινικές υποθέσεις, με τον Γενικό Εισαγγελέα να έχει τον τελευταίο λόγο, όπως είναι και η ρητή πρόνοια του Συντάγματος.
Ο Πρόεδρος ανέφερε ότι τα προβλήματα που είχαν δημιουργηθεί στη μεταξύ τους σχέση οφείλονταν στη δυσαρέσκεια και την πικρία που αισθανόταν ο κ. Ερωτοκρίτου λόγω του μη διορισμού του στη θέση του Γενικού Εισαγγελέα, προσθέτοντας ότι είχε πληροφορηθεί ότι ο κ. Ερωτοκρίτου ενδέχετο να μην παρίστατο στην τελετή διαβεβαίωσης του κ. Κληρίδη.
Ανέφερε, επίσης, ότι και οι δύο πλευρές εξέφραζαν παράπονα. Ο κ. Ερωτοτρίτου διαμαρτυρόταν, όπως είπε, ότι δεν γίνονταν οι πρωινές συσκέψεις που είχαν συμφωνήσει για τον καλύτερο συντονισμό μεταξύ τους και ο κ. Κληρίδης διαμαρτυρόταν, σύμφωνα με τον Πρόεδρο, ότι ο κ. Ερωτοκρίτου διέρρεε προς τον Τύπο πληροφορίες “που τις θεωρούσε ως μειωτικές πολλές φορές για τον ίδιο”.
Κατά την έναρξη της εξέτασης του Προέδρου από τον δικηγόρο του κ. Ερωτοκρίτου, Χρίστο Πουργουρίδη και ερωτηθείς για τις συναντήσεις του με τον κ. Ερωτοκρίτου και τον Κώστα Κληρίδη πριν από το διορισμό του στη θέση του Γενικού Εισαγγελέα στις 16/9/2013, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης είπε ότι έγιναν δύο συναντήσεις.
Η πρώτη συνάντηση, ανέφερε, είχε σκοπό την αλληλογνωριμία αλλά και για να τους τονίσει τί ο ίδιος και η κοινωνία των πολιτών περιμένει από τους δύο, σε σχέση με τα υπό διερεύνηση σοβαρά οικονομικά εγκλήματα.
Η δεύτερη συνάντηση, είπε, έγινε είτε την προηγούμενη είτε δύο μέρες πριν από το διορισμού του κ. Κληρίδη ύστερα από πληροφόρηση ότι ένοιωθε έντονα δυσαρεστημένος ο βοηθός Γενικός Εισαγγελέας. Κατά τη συνάντηση, ανέφερε, “φρόντισα με κάθε τρόπο να υπάρξει μια αλληλοκατανόηση” και τόνισε τις πρόνοιες του Συντάγματος που καθορίζει τα καθήκοντα του κάθε ενός.
Ο Πρόεδρος είπε ότι στις συναντήσεις είχε εισηγηθεί όπως οι ποινικές υποθέσεις ανατίθεντο στον Ρίκκο Ερωτοκρίτου λόγω εμπειρίας στις ποινικές υποθέσεις. “Η αλληλοκατανόηση ήταν ότι αυτό θα μπορούσε να γίνει, με τον τελευταίο λόγο να τον έχει ο Γενικός Εισαγγελέας όπως προνοεί και το Σύνταγμα”, πρόσθεσε.
Ανέφερε ότι οι συναντήσεις έγιναν με δική του πρωτοβουλία προκειμένου “από τη μια να υπερτονίσω αυτό που ανέμενα εγώ και η κοινωνία των πολιτών από τους δύο αξιωματούχους και προκειμένου να γίνει μια κατανομή των καθηκόντων τους και να υπάρξει μια μεταξύ τους συνεργασία για το καλό της δικαιοσύνης” μετά που είχε πληροφορηθεί, όπως είπε, για τη δυσαρέσκεια που υπήρχε από πλευράς του κ. Ερωτοκρίτου για το διορισμό του Κώστα Κληρίδη στη θέση του Γενικού Εισαγγελέα.
Όπως είπε, προ της αφυπηρετήσεως του Πέτρου Κληρίδη, ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας εξέφρασε την επιθυμία να τον διαδεχθεί στο αξίωμα του Γενικού Εισαγγελέα, όπως είχε γίνει και στην περίπτωση του Πέτρου Κληρίδη.
“Του είπα ότι θα αποφάσιζα και η απόφαση μου ήταν να διοριστεί ο Κώστας Κληρίδης ως Γενικός Εισαγγελέας. Οφείλω να ομολογήσω ότι αισθάνθηκα μια πικρία από πλευράς του κ. Ερωτοκρίτου”, είπε.
Ερωτηθείς κατά πόσο σ` αυτές τις δύο συναντήσεις είχαν τεθεί οποιοδήποτε όροι οποιασδήποτε μορφής, είτε από τον ένα, είτε από τον άλλο, ο Πρόεδρος είπε “δεν αντιλαμβάνομαι τί εννοείτε με τη φράση “όροι” δοθέντος ότι το δικαίωμα μου εκπηγάζει εκ του Συντάγματος και είναι απόλυτο και συνεπώς δεν είναι δυνατόν να ετίθεντο όροι”.
Στο διάλογο που έγινε, είπε, η εισήγηση του ήταν να αναλάβει τις ποινικές υποθέσεις ο κ. Ερωτοκρίτου, πως τον τελευταίο λόγο θα τον είχε ο Γενικός Εισαγγελέας. “Δεν γνωρίζω εάν στις μεταξύ τους συναντήσεις τέθηκαν κάποιοι όροι”, σημείωσε.
Ανέφερε ότι ο διάλογος που έγινε ήταν το πώς θα επιτυγχάνετο η στενότερη δυνατή συνεργασία μεταξύ τους “και η συναντίληψη ήταν ότι για τους όποιους χειρισμούς θα εγίνονταν από την πλευρά του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα τον τελευταίο λόγο θα τον είχε ο Γενικός Εισαγγελέας”.
Ερωτηθείς αν μετά το διορισμό του Γενικού Εισαγγελέα ο κ. Ερωτοκρίτου του έκανε οποιοδήποτε παράπονο για το διορισμό αυτό, απάντησε αρνητικά, προσθέτοντας ότι “μετά τη συναντίληψη που επικράτησε στη μεταξύ μας συνάντηση θα εβρέθοντο ανά τακτά χρονικά διαστήματα και αν ήταν δυνατό κάθε πρωί, προκειμένου να ανταλλάζουν απόψεις και έτσι να υπάρχει μια πλήρης και αγαστή συνεργασία μεταξύ τους”.
Ερωτηθείς αν ο κ. Κληρίδης μετά το διορισμό του του έκανε οποιοδήποτε παράπονο για τον κ. Ερωτοκρίτου, είπε ότι “για να είμαι ειλικρινής άκουσα και από τις δύο πλευρές παράπονα. Από τη μια πλευρά ότι δεν εγίνοντο οι συναντήσεις όπως είχαν συμφωνηθεί και από την πλευρά του κ. Κληρίδη ότι υπήρχε από πλευράς του κ. Ερωτοκρίτου μια διαρροή προς τον Τύπο πληροφοριών που τις θεωρούσε ως μειωτικές πολλές φορές για τον ίδιο και είχα σχηματίσει την εικόνα ότι δυστυχώς δεν υπήρχε η αρμονική συνεργασία μεταξύ τους όπως ήταν η συνεννόηση”.
Στις συναντήσεις που είχαμε, είπε ο Πρόεδρος, “προσπάθησα να μειώσω την ένταση, να δημιουργήσω όσο το δυνατόν το κλίμα που κατά την άποψη μου έπρεπε να επικρατεί στη Γενική Εισαγγελία”.
Ερωτηθείς κατα πόσο στη διάρκεια της θητείας του ως Προέδρου της Δημοκρατίας είχε πληροφόρηση για το θέμα της κλοπής ρωσικών εταιρειών στην Κύπρο, ο Πρόεδρος είπε ότι έλαβε γνώση των διαβημάτων τόσο από το Υπουργείο Εξωτερικών της Ρωσίας όσο και από πλευράς εξωτερικών υποθέσεων της πολιτείας της Μόσχας οι οποίοι διαμαρτύροντο για την εταιρεία Providencia οι μεν για την άσκηση ποινικής δίωξης και οι δε για τη μη άσκηση ποινικής δίωξης.
Υπήρξαν, είπε, και άλλες καταγγελίες και είχε επαφή και με τον Έφορο Εταιρειών και ενόψει συνάντησης του με τον Ρώσο Υπουργό Εξωτερικών κ. Λαβρόφ ζήτησε ενημέρωση από τη Νομική Υπηρεσία και πληροφορήθηκε ότι ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας ζήτηση την άσκηση ποινικής δίωξης την οποία ανέστειλε στη συνέχεια ο Γενικός Εισαγγελέας. Την πληροφόρηση την έλαβε, είπε, και από τον κ. Ερωτοκρίτου και από τον κ. Κληρίδη σε μια από τις υπηρεσιακές συναντήσεις στο Προεδρικό.
Ερωτηθείς εάν στη συνάντηση πριν από το διορισμό του Γενικού Εισαγγελέα ο κ. Κληρίδης έθεσε οποιουσδήποτε όρους που αν δεν ικανοποιούνταν δεν θα αποδεχόταν το διορισμό του, είπε ότι “έχω ήδη απαντήσει”.
Στην επιμονή του κ. Πουργουρίδη να επαναλάβει αυτό που είπε, ο Πρόεδρος είπε ότι “στο μεταξύ μας διάλογο ήταν φυσικό ο υπό διορισμό Γενικός Εισαγγελέας να θέλει να διατηρήσει το κύρος και την υπόσταση της θέσης του Γενικού Εισαγγελέα. Έγινε διάλογος αλλά όχι με τη μορφή όρων”.
Είπε, επίσης, ότι “είμαι, και εκ του χαρακτήρα μου, άνθρωπος ο οποίος δεν θα δεχόταν να του τεθούν όροι”. Ανέφερε ότι δεν τέθηκε ενώπιον του κανένας όρος από πλευράς του κ. Κληρίδη για την αποδοχή του διορισμού, σημειώνοντας ότι “δεν θα ήταν δυνατόν ούτε, και εκ χαρακτήρος, να το ανεχόμουν”.
Όπως είπε ήταν φιλική συνάντηση και δεν ετίθετο θέμα να τεθούν όροι.
Αμέσως μετά την ολοκλήρωση της κύριας εξέτασης του Προέδρου από τον κ. Πουργουρίδη η διαδικασία διακόπηκε για 20 περίπου λεπτά μετά από αίτημα του Εκπροσώπου της Κατηγορούσας Αρχής Ηλία Στεφάνου, το οποίο έκανε αποδεκτό το Δικαστήριο.
Η διαδικασία επανήρχισε με την αντεξέταση του Προέδρου Αναστασιάδη από τον κ. Στεφάνου, ο οποίος ρώτησε τον μάρτυρα κατά πόσο συζήτησε για το τί θα έλεγε στο δικαστήριο είτε με τους δικηγόρους του κ. Ερωτοκρίτου είτε με τον ίδιο. Ο Πρόεδρος είπε ότι είχε μιλήσει με τον κ. Πουργουρίδη που τον είχε κλητεύσει, ρωτώντας τον γιατί τον καλούν να καταθέσει στο δικαστήριο. Όπως είπε, ο κ. Πουργουρίδης του ανέφερε ότι επρόκειτο για τις συναντήσεις που είχε στο γραφείο του προ του διορισμού του Γενικού Εισαγγελέα.
Ο Πρόεδρος στην αντεξέταση του επανέλαβε ότι ο κ. Ερωτοκρίτου είχε εκφράσει παράπονο γιατί δεν διορίστηκε ο ίδιος στη θέση του Γενικού Εισαγγελέα. Ανέφερε, επίσης, ότι αντιλήφθηκε ότι υπήρχε πρόβλημα στη σχέση των δύο όταν πληροφορήθηκε ότι ο κ. Ερωτοκρίτου ενδέχετο να μην παραστεί στην τελετή διορισμού του Κώστα Κληρίδη στη θέση του Γενικού Εισαγγελέα.
Γι' αυτό, είπε, και κάλεσε τους δύο σε συνάντηση προκειμένου να υπάρξει μια συνεργασία για το καλό του θεσμού της Εισαγγελίας και ιδιαίτερα για την ανάγκη να ασκηθούν ποινικές διώξεις για τα εγκλήματα κατά της οικονομίας.
Επανέλαβε ότι προκειμένου να εξομαλυνθούν οι μεταξύ τους σχέσεις και να υπάρξει μια ομαλή λειτουργία της Γενικής Εισαγγελίας εισηγήθηκε όπως ο χειρισμός των ποινικών υποθέσεων ανατεθεί στον κ. Ερωτοκρίτου, με τον Κώστα Κληρίδη να έχει τον τελευταίο λόγο.
Είπε ότι επρόκειτο για δική του εισήγηση και όχι θέση του κ. Ερωτοκρίτου, λόγω και της εμπειρίας του στις ποινικές υποθέσεις, με στόχο την ομαλή συνεργασία μεταξύ τους.
Ο Πρόεδρος απάντησε καταφατικά στην ερώτηση κατά πόσο τα όποια προβλήματα στη μεταξύ τους σχέση οφείλονταν στη δυσαρέσκεια του κ. Ερωτοκρίτου να μην διοριστεί ο ίδιος στη θέση του Γενικού Εισαγγελέα.
Όπως είπε, αντιλήφθηκε μια διαφαινόμενη δυσαρέσκεια του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα “η οποία δεν ήθελα να πάρει έκταση”.
Είπε ότι ο κ. Ερωτοκρίτου διαμαρτύρετο ότι δεν γίνονταν οι πρωινές συσκέψεις με τον Γενικό Εισαγγελέα ως είχαν συμφωνήσει για τον καλύτερο συντονισμό και ο Γενικός Εισαγγελέας διαμαρτύρετο ότι υποθάλπτεται από τον κ. Ερωτοκρίτου δια των διαρροών πληροφοριών στον Τύπο. “Υπήρχε δυστυχώς μια κακή σχέση”, είπε.
ΚΥΠΕ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ:
• Ανάλυση: Οι επιπτώσεις των αλυσιδωτών απεργιών στην κυπριακή οικονομία – Οικονομολόγος στο «Τ»
Ακολουθήστε το Tothemaonline.com στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις