Όμως, η πραγματικότητα άλλαξε. Η κοινωνία άλλαξε. Τα σχολεία, πλέον, δεν απειλούνται μόνο από σπασμένα τζάμια αλλά από βία, παραβατικότητα και περιστατικά που σοκάρουν.
Η ουσία της προστασίας δεν είναι μόνο τα κτίρια και τα υλικά αγαθά. Δεν είναι μόνο οι αίθουσες, οι πίνακες ή τα θρανία που πρέπει να φυλάγονται. Η πραγματική προστασία αφορά τις ανθρώπινες ψυχές.
Προβήκαμε σε πρόληψη για την περιουσία, αλλά όχι για την ουσία της ανθρώπινης ζωής. Και κάπως έτσι, επενδύσαμε σε “ασφάλεια” χωρίς να ασφαλίσουμε τους ίδιους τους ανθρώπους.
Ας θυμηθούμε ότι το 2018, στη Λάρνακα, σημειώθηκε η απαγωγή δύο μαθητών μέσα από το σχολείο τους. Ένα γεγονός που τότε ταρακούνησε ολόκληρη την Κύπρο και έκανε όλους να μιλήσουν για το πόσο ευάλωτα είναι τα παιδιά, ακόμα και στον χώρο που θα έπρεπε να θεωρείται ο ασφαλέστερος.
Και ενώ όλοι υποσχέθηκαν “ποτέ ξανά”, το πρόβλημα της ασφάλειας δεν λύθηκε. Αντίθετα, τα τελευταία χρόνια και ειδικά φέτος, η σχολική παραβατικότητα και τα επεισόδια βίας αυξάνονται σε ανησυχητικό βαθμό.
Κάθε εβδομάδα βλέπουμε νέα περιστατικά: μαθητές που δέρνονται, παιδιά στο νοσοκομείο με σοβαρούς τραυματισμούς μέχρι και κρανιοεγκεφαλική κάκωση, εξωσχολικούς που εισβάλλουν σε σχολεία, γονείς που αγανακτούν γιατί δεν αποδίδεται δικαιοσύνη, λόγω “έλλειψης αποδείξεων” ή “καθυστερημένων εκθέσεων γεγονότων”.
Κι όμως, παρά όλα αυτά, οι κάμερες που θα μπορούσαν να δώσουν σαφή εικόνα, λειτουργούν μόνο εκτός σχολικού ωραρίου, όταν το σχολείο είναι κλειστό, όταν δεν υπάρχουν μαθητές, όταν δεν υπάρχει τίποτα να καταγραφεί.
Ο λόγος; Οι περιορισμοί της Επιτρόπου Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, που απαγορεύουν τη χρήση καμερών κατά τη διάρκεια λειτουργίας των σχολείων, για να προστατευτούν τα δικαιώματα των μαθητών.
Η πρόθεση σεβαστή, η προστασία της ιδιωτικότητας είναι βασική αρχή. Όμως, η ερώτηση είναι αμείλικτη: Ποιον προστατεύουν τελικά τα προσωπικά δεδομένα; Τα παιδιά ή τους θύτες;
Γιατί όταν ένα παιδί δέχεται επίθεση, όταν σημειώνεται πράξη βίας ή εκφοβισμού, και δεν υπάρχει οπτικό υλικό,
η “προστασία των προσωπικών δεδομένων” μοιάζει να στέκεται απέναντι στη δικαιοσύνη.
Δεν ζητά κανείς πλήρη παρακολούθηση, αλλά μια ισορροπία. Οι κάμερες μπορούν να λειτουργούν 24 ώρες το 24ωρο,
με πρόσβαση μόνο όταν υπάρχει εύλογο έννομο συμφέρον, όπως σε περιστατικά βίας, εγκληματικότητας ή σοβαρής παράβασης.
Η ασφάλεια των παιδιών δεν είναι πολυτέλεια. Είναι ευθύνη.
Και αν οι κάμερες δουλεύουν μόνο εκτός σχολικού ωραρίου, τότε δεν φυλάμε τα παιδιά από τον κίνδυνο, φυλάμε την εικόνα ενός συστήματος που φοβάται να δει την αλήθεια...μέχρι τη στιγμή που θα γίνει το μοιραίο...!!