Σήμερα παγκόσμια ημέρα κατά του AIDS θυμόμαστε και πάλι τις ταινίες εκείνες που κήρυξαν σταδιακά την σεξουαλική επανάσταση στο σινεμά και απενεχοποίησαν έννοιες όπως «gay», «lesbian», «trans» και όλα όσα κρύβονται πίσω τους.
«Θάνατος στη Βενετία» (Morte a Venezia, 1971) του Λουκίνο Βισκόντι
Ποτέ άλλοτε η ερωτική εμμονή δεν είχε τόσο πένθιμη όψη όσο στην κατά Βισκόντι εκδοχή του μυθιστορήματος του Τόμας Μαν. Με φόντο μία Βενετία που αποσυντίθεται υπό την απειλή της χολέρας και μετατρέπεται σταδιακά σε ένα υγρό μαυσωλείο, ένας συνθέτης (Ντερκ Μπόγκαρντ) παθιάζεται ολοκληρωτικά με έναν νεαρό, ξανθό άγγελο (Μπγιορν Άντρεσεν), γνωρίζοντας ότι εκείνος δεν πρόκειται να ενδιαφερθεί ποτέ πραγματικά γι' αυτόν.
Στοιχειωμένη από τις μελωδίες του Μάλερ, η ωδή του Βισκόντι στον ανεκπλήρωτο πόθο και τις καταπιεσμένες επιθυμίες αιχμαλώτισε μέσα της την απόλυτη κινηματογραφική απεικόνιση του πλατωνικού έρωτα και της χιμαιρικής αναζήτηση της τελειότητας. Η τελική λύτρωση δεν θα μπορούσε παρά να έχει μόνο μία μορφή.
«Je, Tu, Lui, Elle» της Σαντάλ Ακερμάν (Βέλγιο, 1974)
Η ταινία που θα τοποθετούσε τη Βελγίδα Σαντάλ Ακερμάν στην προνομιούχα ομάδα avant garde καλλιτεχνών όπως οι συγγραφείς Μαργκερίτ Ντιράς και Αλέν Ρομπ Γκριγιέ και οι σκηνοθέτες Ζαν Λικ Γκοντάρ και Αλέν Ρενέ ξεκινάει με την ίδια τη σκηνοθέτιδα ξαπλωμένη και γυμνή σε ένα κρεβάτι.
Χωρισμένο σε τρία νοητά μέρη, το «Εγώ, Εσύ, Αυτός, Αυτή» (όπως μεταφράζεται στα ελληνικά ο τίτλος) εξερευνά στην πραγματικότητα τη γυναικεία ψυχή με έναν τρόπο που δεν εξαντλείται στις ερωτικές της περιπτύξεις με έναν φορτηγατζή ή μια άλλη γυναίκα.
Μέσα από τις τυπικές εκφάνσεις της ζωής μιας γυναίκας, η Ακερμάν φτιάχνει χώρο πίσω από τον ρεαλισμό για να τοποθετήσει τον οργιώδη φεμινισμό της και τελικά να μιλήσει για τη μοναξιά του φύλου της, έτσι όπως καμία γυναίκα σκηνοθέτις δεν τόλμησε ποτέ. Σαν μια σεξουαλική πράξη (όπως αυτή των δύο γυναικών στο τρίτο μέρος της ταινίας) που περισσότερο από ερωτισμό αναδίδει απόγνωση.
«Ωραίο Μου Πλυντήριο» (My Beautiful Laundrette, 1985) του Στίβεν Φρίαρς
Σύμβολο της κοινωνικής ενσωμάτωσης των εθνικών μειονοτήτων στη δύσθυμη Αγγλία της Θάτσερ, το «Πλυντήριο» του Φρίαρς στεγάζει όχι μονάχα τις συμβιβασμένες φιλοδοξίες ενός νεαρού Πακιστανού μετανάστη, αλλά και το αναπάντεχο ειδύλλιό του με έναν περιθωριακό Βρετανό.
Στον κυκεώνα του φυλετικού ρατσισμού όπου περιδινούνται οι δύο αταίριαστοι εραστές, το ρομαντικό τους σμίξιμο απελευθερώνει εντάσεις από την καταπιεστική αίσθηση καθήκοντος απέναντι στην συνασπισμένη κοινότητά του πρώτου και τους πρώην συντρόφους του δεύτερου στο Εθνικό Μέτωπο.
Μέσα σε έναν περίπλοκο και εχθρικό κόσμο το αγκάλιασμά τους στο ημίφως του –σαν καταφύγιο- μικρού μαγαζιού κατορθώνει χωρίς πολλά λόγια να γεφυρώσει έστω και προσωρινά όλα όσα μοιάζουν ασύμβατα.
«Nous Etions Un Seul Homme» του Φιλίπ Βαλουά (Γαλλία, 1979)
Δύο άντρες συναντιούνται σε ένα δάσος. Ένας πληγωμένος Γερμανός στρατιώτης και ένας Γάλλος χωρικός που θα αναλάβει τη φροντίδα του. Η γνωριμία και η τελική σεξουαλική «συμφιλίωσή» τους («Φίλα με σαν να ήμουν γυναίκα») με φόντο τις τελευταίες μέρες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, θα μπορούσε να είναι μια τραγική πράξη αντιπολεμικής εκεχειρίας. Αν πρωτίστως δεν ήταν μία από τις πιο σκληρές και ταυτόχρονα λυρικές ερωτικές ιστορίες του γαλλικού σινεμά, βραβευμένη το 1979 με το Ειδικό βραβείο της Επιτροπής στις Κάννες. Μία απόδειξη πως ό,τι χωρίζει παραμένει πρωτίστως αυτό που τελικά μπορεί να ενώσει.
«Άγρια Βλαστάρια» (Les Roseaux Sauvages, 1994) του Αντρέ Τεσινέ
Στη διχασμένη από τον γαλλοαλγερινό πόλεμο γαλλική επαρχία του 1962, τέσσερις νεαροί ερωτεύονται, ερωτοτροπούν και επαναστατούν απέναντι στην ενήλικη τάξη πραγμάτων.
Υποδειγματικός χειρουργός της μεταιχμιακής αυτής ηλικίας και της αμφίρροπης σεξουαλικότητας, όπως είχε ήδη αποδείξει με το «Δεν Φιλώ στο Στόμα» (1991), ο Τεσινέ τοποθετεί την πρώτη ανώριμη επαφή του μπερδεμένου Φρανσουά με τον απλά παρορμητικό συμμαθητή του, Σερζ, στο γενικότερο πλαίσιο σύγχυσης μιας εφηβείας που αναζητά ταυτότητα και ταξική συνείδηση.
Με απόλυτη ειλικρίνεια στη σκιαγράφηση της σεξουαλικής αφύπνισης, τα «Άγρια Βλαστάρια» σηματοδοτούν πάνω απ' όλα το τέλος μιας εποχής σε ένα οδυνηρό πορτρέτο ενηλικίωσης που αγγίζει, αλλά παραδέχεται ότι δεν μπορεί να ξεδιαλύνει, τα μυστήρια της ανθρώπινης καρδιάς παντός φύλου.
«Sebastiane» του Ντέρεκ Τζάρμαν (Μ. Βρετανία, 1976)
Με την κληρονομιά του Φελίνι και του Παζολίνι να βαραίνει επικίνδυνα πάνω από τα γυμνά κορμιά των ηρώων του «Sebastiane», δύσκολα μπορεί κανείς να μην υποκλιθεί στην ικανότητα του Τζάρμαν να αναιρεί τα προφανή, ξεγυμνώνοντας με αιρετική διάθεση την Ιστορία. Κι όμως η δική του εκδοχή πάνω στην ιστορική φιγούρα του Αγίου Σεβαστιανού, που εδώ και για τις ανάγκες της μυθοπλασίας φέρεται ως Ρωμαίος στρατιώτης σε μόνιμη εξορία, μοιάζει πέρα για πέρα ακριβής.
Μεταφρασμένος εξ ολοκλήρου στα λατινικά, υπό τους ηλεκτρονικούς ακροβατισμούς του Μπράιαν Ίνο και με διαστάσεις σαφώς «αναγεννησιακές», ο «άγιος» του Τζάρμαν φέρει πάνω στο γυμνασμένο του σώμα τα βέλη της εξουσίας, μόνο που η πραγματική θυσία του δεν είναι η υπεράσπιση της πίστης του αλλά η ολοκληρωτική αφιέρωσή του στην από τη φύση της αιρετική σεξουαλική επιθυμία.
«Victim» (1961) του Μπέιζιλ Ντίαρντεν
Σε μία εποχή που στη Βρετανία οι ερωτικές σχέσεις μεταξύ ανδρών θεωρούνταν ακόμα αδίκημα (η νομοθεσία θα άλλαζε έξι χρόνια αργότερα), το «Victim» υπήρξε όχι μόνο η πρώτη αγγλόφωνη ταινία που τόλμησε να ξεστομίσει τη λέξη «ομοφυλόφιλος», αλλά και μία θαρραλέα και ενδεχομένως αυτοκτονική κίνηση καριέρας τόσο από τον δημιουργό της (επιτυχημένο σκηνοθέτη κωμωδιών του στούντιο Ίλινγκ) όσο και από τον ανερχόμενο ζεν πρεμιέ πρωταγωνιστή της.
Πολλοί συνάδελφοί του απέρριψαν τρομοκρατημένοι το ρόλο του παντρεμένου δικηγόρου που πέφτει θύμα εκβιασμού λόγω των σεξουαλικών του προτιμήσεων, όμως ο Ντερκ Μπόγκαρντ επιβίωσε πεισματικά και δικαιωματικά μετατράπηκε σταδιακά σε gay icon. Διατηρώντας ακέραιο το σασπένς των νουάρ καταβολών του, το «Victim» κατέρριψε τα υποτιμητικά στερεότυπα και έβγαλε το βρετανικό σινεμά μια για πάντα από την «ντουλάπα».
«Άγριες Νύχτες» (Les Nuits Fauves) του Σιρίλ Κολάρ (Γαλλία, 1992)
Το πιο προσωπικό και άγριο ημερολόγιο που κινηματογραφήθηκε ποτέ γύρω από το AIDS παραμένει βαθιά πληγωμένο από τον θάνατο του δημιουργού του (πρώην ροκ σταρ και συγγραφέα Σιρίλ Κολάρ), λίγες μέρες πριν το φιλμ κερδίσει το βραβείο Σεζάρ καλύτερης ταινίας.
Η ιστορία του Ζαν (τον υποδύεται ο ίδιος ο σκηνοθέτης) που αποφασισμένος να αγνοήσει την «αρρώστια» ρίχνεται με τα μούτρα στη «ζωή», η σεξουαλική σχέση του με μία 17χρονη κοπέλα κι έναν νέο-Ναζί παίχτη του ράγκμπι και η εξομολόγηση πως «μερικές φορές θα έκανα τα πάντα για να ξεχάσω πως πεθαίνω» μοιάζουν να καταρρέουν μπροστά στην ερμηνεία ζωής του Κολάρ.
Μέσα από το θράσος, την ελευθεριότητα και τον τρόμο που κρύβουν τα μάτια του, ο σπαρακτικός αποχαιρετισμός του θα θυμίζει για πάντα πως ο θάνατος είναι απλά κάτι που δεν θα μπορέσεις να νικήσεις ποτέ.
«Nighthawks» (1978) των Ρον Πεκ και Πολ Χάλαμ
Έπειτα από αγωνιώδη, τριετή αναζήτηση χρηματοδότησης, οι Πεκ και Χάλαμ μετρίασαν την φιλοδοξία τους να δημιουργήσουν την «απόλυτη gay ταινία» και αρκέστηκαν να αποτυπώσουν ρεαλιστικά τι ακριβώς σήμαινε να είναι κανείς ομοφυλόφιλος στην Αγγλία των 70s.
Κινηματογραφώντας χωρίς καμία διάθεση ωραιοποίησης τις ατέρμονες, ενοχικές περιπλανήσεις ενός καθηγητή στα μπαρ του Σόχο, καθώς αναζητά απεγνωσμένα την αγάπη μέσα από μια σειρά περιστασιακών συνευρέσεων, οι σκηνοθέτες έπλασαν έναν μικρό φιλμικό θησαυρό: την αίσθηση της πρώτης, προσωπικής εξομολόγησης ενός άνδρα που ανακαλύπτει τον ίδιο του τον εαυτό.
Η ειλικρίνειά τους δίχασε το κοινό, απαγορεύτηκε στην Ελλάδα(!) και βρήκε άξια συνέχεια στο ακόμη πιο έντονα αυτοβιογραφικό «Strip Jack Naked» (1991) του Ρον Πεκ.
«Η Χρονιά με τα 13 Φεγγάρια» (In Einem Jahr Mit 13 Monden) του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ (Δ. Γερμανία, 1978)
Χρόνια πριν, ο Έρβιν ήταν άντρας. Αυτός που αγάπησε περισσότερο από οτιδήποτε στη ζωή του τού είχε πει «Κρίμα που δεν είσαι γυναίκα». Χρόνια μετά ο Έρβιν είναι πια γυναίκα με το όνομα Ελβίρα. Μόνη και διαλυμένη πλησιάζει το τέλος, αντιμέτωπη με όλα όσα δεν την άφησαν ποτέ να γίνει ευτυχισμένη.
Περισσότερο ακόμη και από τη πιο διάσημη «γκέι» ταινία του ανοιχτά ομοφυλόφιλου Φασμπίντερ, τον «Καυγατζή», η «Χρονιά με τα 13 Φεγγάρια» παραμένει ίσως η πιο γενναιόδωρη δήλωση του σκηνοθέτη πάνω στην ομοφυλοφιλία, τον τρανσβεστισμό και τη «χαμένη» ερωτική ταυτότητα – και τα τρία σοβαροί λόγοι για να βρεθείς οριστικά και αμετάκλητα στο περιθώριο. Ένα σχεδόν αυτοβιογραφικό πικρό χρονικό μιας ζωής που δεν αξίζει να υπάρχει αν δεν είσαι ικανός να σε «αγαπήσουν».
«Δείξε Μου Αγάπη» (Fucking Åmål, 1998) του Λούκας Μούντισον
Girl meets girl σχεδόν κατά λάθος στην πιο βαρετή κωμόπολη της Σουηδίας, όμως ο θεός του έρωτα έχει άλλα σχέδια και αυτό που ξεκινά ως ένα κακόγουστο, παιδιάστικο πείραγμα ανάμεσα σε δύο δεκατετράχρονες συμμαθήτριες εξελίσσεται σε απρόσμενη τρυφερότητα, προορισμένη να αναστατώσει τη μικρή αποχαυνωμένη κοινωνία.
Η αντικοινωνική Άγκνες και η ναρκισσευόμενη Έλιν διαφέρουν όσο η μέρα με τη νύχτα, όμως με αφορμή ένα φιλί-στοίχημα, δύο αφοπλιστικές ερμηνείες από τις ανήλικες πρωταγωνίστριες και ένα σχεδόν DOGMAτικό ύφος, ο πρωτοεμφανιζόμενος Μούντισον μεταμορφώνει ό,τι θα μπορούσε να εξελιχθεί σε ένα γλυκερό, διδακτικό teen comedy αλά Χόλιγουντ στο πιο δροσερό λεσβιακό φιλμ της δεκαετίας του '90.
«Ταξί για τα Αποχωρητήρια» (Taxi Zum Klo) του Φρανκ Ρίπλο (Δ. Γερμανία, 1980)
Όταν ο κριτικός Στιούαρτ Μπάιρον έγραφε για το αυτοβιογραφικό φιλμ του Ρίπλο πως είναι «το πρώτο αριστούργημα που γυρίστηκε ποτέ για την mainstream ζωή των ομοφυλοφίλων» ήξερε πως θα ήταν και το τελευταίο. Όχι μόνο γιατί, λίγο μετά, το AIDS θα βύθιζε τον gay κινηματογράφο σε ένα σκοτάδι αυτο-λογοκρισίας, αλλά κυρίως γιατί το «Ταξί» με την εικόνα ενός καθηγητή Γυμνασίου που διορθώνει τα τεστ των μαθητών του σε μία τουαλέτα με glory holes μοιάζει ακόμα και σήμερα σοκαριστική.
Στην εποχή του, όμως, το «Ταξί» κατάφερε να τρυπώσει στο mainstream κύκλωμα με την πρόφαση της κοινωνικής κωμωδίας και με την έξοδο του στην Αμερική το 1981 πέτυχε μία από τις μεγαλύτερες εμπορικές επιτυχίες που γνώρισε ποτέ μια gay ταινία.
«Maurice» (1987) του Τζέιμς Άιβορι
Στην Εδουαρδιανή Αγγλία, ο έρωτας μεταξύ ανδρών σπάνια είχε άλλη έκβαση πέρα από τη συναισθηματική καταπίεση ή την κοινωνική κατακραυγή. Από το «Maurice» παρελαύνει κάθε πιθανή επιλογή ενός ομοφυλόφιλου της εποχής, από το «καμουφλάζ» ενός γάμου μέχρι το ριψοκίνδυνο ψωνιστήρι.
Ανιχνεύοντας ωστόσο τα ερωτικά σκιρτήματα τριών ανδρών με φόντο το συντηρητικό πανεπιστημιακό περιβάλλον του Κέμπριτζ, οι Τζέιμς Άιβορι και Ισμαήλ Μέρτσαντ, εμπνευσμένοι ίσως από τη δική τους πολύχρονη κοινή πορεία μέσα και έξω από τα πλατό, επέλεξαν για την πιο έκδηλα gay ταινία τους τον διακριτικό θρίαμβο του έρωτα κόντρα στις ίδιες προκαταλήψεις που οδήγησαν τον Ε.Μ. Φόρστερ να κρατήσει το ομότιτλο μυθιστόρημά του αδημοσίευτο μέχρι το θάνατό του.
«Un Chant D' Amour» του Ζαν Ζενέ (Γαλλία, 1950)
Η μοναδική σκηνοθετική απόπειρα του μεγάλου Γάλλου συγγραφέα και ακτιβιστή διαρκεί μόλις 26 λεπτά, αλλά προλαβαίνει σε εκτυφλωτικό ασπρόμαυρο, χωρίς ίχνος λέξης ή μουσικής να αποτυπώσει με ανατριχιαστικό τρόπο την (απαγορευμένη) επιθυμία.
Οι ήρωες του, δύο φυλακισμένοι σε απόλυτη απομόνωση που αναζητούν απεγνωσμένα τρόπο να επικοινωνήσουν, εξαφανίζουν τον τοίχο που τους χωρίζει με τον πιο ασυνήθιστο τρόπο. Μοναδικός μάρτυράς τους ο ηδονοβλεψίας φύλακας – σύμβολο εξουσίας – που θα ζηλέψει συμμετέχοντας στο άκρως φετιχιστικό και φαντασιωσικό τους παραλήρημα.
Οι τρεις τους θα γίνουν ταυτόχρονα θύτες και θύματα μιας σεξουαλικής απελευθέρωσης που θα έκανε το «τραγούδι της αγάπης» του Ζενέ μία από τις πρωταρχικές αναφορές του queer cinema με την πρώτη στην ιστορία του μη πορνογραφικού κινηματογράφου πέους σε στύση, μετέπειτα βάση για το πειραματικό κινηματογραφικό έργο του Άντι Γουόρχολ και του Ντέρεκ Τζάρμαν.
Καταδικασμένο να παραμένει απαγορευμένο ακόμη και σήμερα στις περισσότερες χώρες ανά τον πλανήτη αλλά ελεύθερο παρά την επιθυμία του ίδιου του δημιουργού του που προόριζε το έργο του ως αυστηρά κομμάτι για συλλέκτες τέχνης.
«Κακή Εκπαίδευση» (La Mala Educación, 2004) του Πέδρο Αλμοδόβαρ
Χρόνια στο κουρμπέτι του ομοερωτισμού (με αποκορύφωμα τον «Νόμο του Πόθου», 1987), o Αλμοδόβαρ συνοψίζει τις σημαντικότερες εμμονές του σε μια ταινία που μοιάζει με λεξικό βασικών όρων της πληθωρικής φιλμογραφίας του.
Χωρίς να αποτάσσεται ολοκληρωτικά το camp παρελθόν του, αλλά παντρεύοντάς το με την πιο πρόσφατη σοδειά στιβαρού δράματος, χρωματίζει τις αναμνήσεις από το καθολικό σχολείο των παιδικών του χρόνων με νουάρ τόνους και βάζει τον Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ να μεταμορφώνεται πρωτεϊκά από θύμα κακοποίησης ενός ιερέα σε άνδρα-πειρασμό, γυναίκα και φλογερό ερωτικό αντικείμενο. Σε αυτό το παρενδυτικό συνονθύλευμα κινηματογραφικών ειδών ο Αλμοδόβαρ χώρεσε ίσως την πιο μοιραία, ερωτική ταινία του.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ:
• Στους 25 ανέρχονται οι επιζώντες από συντριβή αεροπλάνου στο Καζακστάν
• Αρχιεπίσκοπος: Να επανατοποθετηθεί το Κυπριακό ως πρόβλημα εισβολής και κατοχής
Ακολουθήστε το Tothemaonline.com στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις