Μιλώντας στη Mail Online, η Λούσι Άρμστρονγκ και ο σύζυγός της, Μπεν, περιέγραψαν με δάκρυα στα μάτια τις εφιαλτικές στιγμές που βίωσαν, καθώς αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν άρον άρον την οικία τους στο χωριό Σούνι, παίρνοντας μαζί τον τρίχρονο γιο τους, Ίθαν.
Το ζευγάρι ζούσε στην Κύπρο τα τελευταία τέσσερα χρόνια και είχε παντρευτεί μόλις τον περασμένο Οκτώβριο, ξεκινώντας τη νέα τους ζωή στο σπίτι που πλέον δεν υπάρχει. «Δεν έμεινε τίποτα. Η κουζίνα, οι τοίχοι, τα πάντα εξαφανίστηκαν. Δεν υπάρχει καμία ανάμνηση, καμία υπόδειξη ότι υπήρξε ποτέ εκεί σπίτι. Είχαμε ενυδρεία και ούτε αυτά φαίνονται – είναι απλώς τρελό», δήλωσε συντετριμμένος ο Μπεν Άρμστρονγκ.

Μιλώντας για την ώρα της φυγής, ο ίδιος θυμάται τη δραματική εικόνα: «Η μυρωδιά ήταν αποπνικτική. Ακόμη και όταν υπήρχε φως, ο καπνός σκέπαζε τα πάντα. Ο ουρανός είχε μια ανατριχιαστική πορτοκαλί απόχρωση – έμοιαζε με αποκαλυπτικό ηλιοβασίλεμα. Ήταν πραγματικά τρομακτικό».
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, η Λούσι είχε μόλις παραλάβει τον μικρό Ίθαν από το σχολείο όταν αντιλήφθηκε την παρουσία πυκνού καπνού στον ορίζοντα και τηλεφώνησε στον σύζυγό της. Αρχικά, το ζευγάρι θεώρησε ότι η φωτιά βρισκόταν μακριά από την οικία τους, καθώς παρόμοια περιστατικά είχαν σημειωθεί στο παρελθόν στην περιοχή. Ωστόσο όπως εξηγεί ο Μπεν, η κατάσταση αυτή τη φορά εξελίχθηκε ραγδαία: «Ο άνεμος ενισχύθηκε και απλώς την πήρε μαζί του. Μέσα σε λίγη ώρα, η φωτιά ξέφυγε από κάθε έλεγχο».


Παρακολουθώντας τις εξελίξεις μέσα από τα social media, το ζευγάρι αποφάσισε να μεταβεί σε ένα σημείο με καλύτερη θέα για να εκτιμήσει την κατάσταση. «Ανεβήκαμε σε ένα ύψωμα και από εκεί είδαμε τις φλόγες να κινούνται ανεξέλεγκτα προς κάθε κατεύθυνση. Φαινόταν καθαρά ότι η φωτιά είχε ήδη φτάσει στο Σούνι. Τότε καταλάβαμε ότι έπρεπε να φύγουμε αμέσως. Δεν υπήρχαν ακόμη προειδοποιήσεις, ούτε SMS, ούτε εντολές εκκένωσης. Ήταν καθαρά δική μας απόφαση».

Η εκκένωση της περιοχής, όπως περιγράφει ο Μπεν, έγινε υπό πανικό: «Όλοι άρχισαν να ετοιμάζουν βαλίτσες όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Άνθρωποι από τον κάτω δρόμο έτρεχαν προς τα πάνω φωνάζοντας έντονα στα κυπριακά. Ήταν ένα χάος».