Video: Το σημείο όπου διεπράχθη η απόπειρα φόνου με τραυματίες φαρμακοποιό και την υπάλληλο της - Παραδόθηκε ο δράστης
Εντατικές είναι οι έρευνες για την απόπειρα φόνου που διαπράχθηκε γύρω στις 10 το πρωί της Δευτέρας (14/4) στην Πάφο.
Παράλληλα, στο ξένο Τύπο συζητήθηκε η κλιμακούμενη αντιπαλότητα Ισραήλ-Τουρκίας στο συριακό μέτωπο και ο ρόλος του Ιράν μέσω των Χούθι στην Υεμένη.
Στο διεθνές πεδίο, αναλύθηκε πώς οι αμερικανικές πολιτικές δημιουργούν ευκαιρίες για την Ευρώπη, ενώ τέθηκε το δίλημμα αντιμετώπισης του Ιράν (επίθεση ή διαπραγμάτευση) και εξετάστηκαν από τους αναλυτές οι παγκόσμιες οικονομικές συνέπειες των αμερικανικών δασμών, με την Ιαπωνία να αναζητά στρατηγικές αντιμετώπισης.
Κατά τη διάρκεια της προηγούμενης εβδομάδας, ο ρωσικός και ουκρανικός Τύπος ασχολήθηκαν με σειρά ζητημάτων, όπως η πορεία των εχθροπραξιών στην Ουκρανία και ο αντίκτυπος του εμπορικού πολέμου.
Στο άρθρο του Amos Harel, «Ο Αέναος Πόλεμος στη Γάζα», που δημοσιεύτηκε στις 7 Απριλίου στο Foreign Affairs, αναλύεται η έλλειψη ουσιαστικών κινήτρων από την ηγεσία του Ισραήλ, της Χαμάς και των ΗΠΑ για τον τερματισμό της σύγκρουσης. Ο Ισραηλινός Πρωθυπουργός, παρότι αρχικά συμφώνησε σε εκεχειρία, επανέλαβε τις επιχειρήσεις, εγκλωβισμένος μεταξύ των ασύμβατων στόχων της απελευθέρωσης όλων των ομήρων και της πλήρους καταστροφής της Χαμάς. Η Χαμάς, από την πλευρά της, αρνείται κάθε συμφωνία που σημαίνει την εξάλειψή της, χρησιμοποιώντας τους ομήρους ως εγγύηση και μοχλό πίεσης, ενώ παράλληλα ανακάμπτει στρατιωτικά. Ο Μπενιαμίν Νετανιάχου αισθάνεται ενισχυμένος από τις στρατιωτικές επιτυχίες έναντι άλλων αντιπάλων και την πιο υποστηρικτική στάση του Αμερικανού Προέδρου Ντόναλτ Τραμπ, σε αντίθεση με τον προκάτοχό του, Τζο Μπάιντεν. Αν και πιέζεται από ακροδεξιούς εταίρους για επανακατάληψη της Γάζας ή εκδίωξη των κατοίκων, αντιμετωπίζει την κόπωση των εφέδρων και την εγχώρια απαίτηση για επιστροφή των ομήρων. Η αμερικανική στάση υπό τον Τραμπ χαρακτηρίζεται από ασυνέπεια και δεν γεφυρώνει το χάσμα μεταξύ των απαιτήσεων του Ισραήλ και της άρνησης της Χαμάς να αυτοκαταστραφεί. Κατά συνέπεια, ο πόλεμος πιθανότατα θα συνεχιστεί με διακοπτόμενη ένταση, καθώς η διατήρησή του εξυπηρετεί την πολιτική επιβίωση του Νετανιάχου, παρά το τεράστιο κόστος σε ανθρώπινες ζωές και τη σταθερότητα στην περιοχή.
Στο άρθρο με τίτλο «Η Τουρκία και το Ισραήλ γίνονται θανάσιμοι αντίπαλοι στη Συρία», που δημοσιεύτηκε στο The Economist στις 7 Απριλίου, αναλύεται η αυξανόμενη αντιπαλότητα μεταξύ των δύο ισχυρών περιφερειακών δυνάμεων στο συριακό έδαφος, καθώς προωθούν τις φιλοδοξίες τους. Η ένταση κλιμακώθηκε μετά από ισραηλινές αεροπορικές επιδρομές σε συριακές βάσεις, όπως η Τ4, όπου η Τουρκία σχεδίαζε να ενισχύσει την παρουσία της με οπλικά συστήματα. Το Ισραήλ εκφράζει έντονη ανησυχία για την κλίμακα της τουρκικής εμπλοκής, φοβούμενο ότι η Συρία θα μετατραπεί ή σε τουρκικό προτεκτοράτο ή σε βάση για δυνάμεις εχθρικές προς αυτό, όπως η Χαμάς, ενώ παράλληλα αμφισβητεί τον νέο ηγέτη Ahmed al-Sharaa. Το Ισραήλ φαίνεται να επιδιώκει τη διατήρηση μιας αδύναμης και διαιρεμένης Συρίας, προτείνοντας ομοσπονδιακό μοντέλο και διατηρώντας ανοιχτούς διαύλους με τους Κούρδους (SDF). Η Τουρκία, από την άλλη, κατηγορεί το Ισραήλ ότι υπονομεύει τη σταθερότητα της Συρίας και υποδαυλίζει τη δυσαρέσκεια των μειονοτήτων. Ο μεγαλύτερος φόβος της Άγκυρας είναι μια ισραηλινο-κουρδική συμμαχία (θεωρώντας τις SDF προέκταση του PKK), γεγονός που την έχει ωθήσει σε συνομιλίες με τον Οτσαλάν. Παρά τις αμοιβαίες κατηγορίες για πόλεμο δι' αντιπροσώπων και τις τεταμένες σχέσεις, μια άμεση στρατιωτική σύγκρουση θεωρείται απίθανη. Αμφότερες οι χώρες επιδιώκουν την αποτροπή, όχι τον πόλεμο, καθώς επιθυμούν να διασφαλίσουν τα παράλληλα κοινά συμφέροντά τους (π.χ. περιορισμός Ιράν) και τις εξωτερικές πολιτικές προτεραιότητες (Ερντογάν με ΗΠΑ/Ευρώπη).
Στο άρθρο του Andrea Rizzi, «Εκμεταλλευόμενοι την καταστροφή των ΗΠΑ από τον Τραμπ», που δημοσιεύτηκε στην El Pais στις 7 Απριλίου, αναλύεται πώς οι αυτοκαταστροφικές πολιτικές του Ντόναλντ Τραμπ, αν και επιζήμιες παγκοσμίως, προσφέρουν απρόσμενα στην Ευρώπη μια ευκαιρία να ανακτήσει έδαφος και ζωτικότητα. Ο Τραμπισμός, με τον εμπορικό πόλεμο και την υπονόμευση συμμαχιών και παγκοσμιοποίησης, πλήττει καίρια την αμερικανική ισχύ, προκαλώντας διεθνή δυσπιστία και δυσαρέσκεια. Μέσα από αυτό το χάος, η Ευρώπη, που πέρασε δεκαετίες παρακμής (δημογραφική, στρατιωτική, διαρροή ταλέντων/κεφαλαίων), μπορεί να βρει ευκαιρίες. Μπορεί να γίνει πόλος έλξης για επιστήμονες και επενδύσεις που απομακρύνονται από τις ΗΠΑ, να ενισχύσει την αμυντική της αυτονομία σπάζοντας την «ανωριμότητα» δεκαετιών, και να αυξήσει την ήπια ισχύ της καθώς η αμερικανική εικόνα θα αμαυρώνεται. Επιπλέον, μπορεί να ηγηθεί στη ρύθμιση της τεχνολογίας, να σφυρηλατήσει νέες, συνετές εμπορικές σχέσεις και να ενισχύσει την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ως απάντηση στον εθνικισμό. Η κρίση αυτή αποτελεί ένα ισχυρό κίνητρο που μπορεί να ωθήσει την Ευρώπη να πιστέψει ξανά στον εαυτό της και να ανακτήσει τη χαμένη της αυτοπεποίθηση και δυναμισμό.
Σε συνέντευξη του που δημοσιεύτηκε στο Der Spiegel με τίτλο «Η Υεμένη έχει γίνει εργαλείο για τον Άξονα του Κακού του Ιράν» (ημέρα πρόσβασης 9η Απριλίου), ο Πρόεδρος της αναγνωρισμένης κυβέρνησης της Υεμένης, Rashad al-Alimi, κατηγορεί ευθέως το Ιράν ότι χρησιμοποιεί τους αντάρτες Χούθι ως όργανο για την υλοποίηση του μακροπρόθεσμου σχεδίου του να ελέγξει την Ερυθρά Θάλασσα και τις εμπορικές οδούς. Υποστηρίζει ότι οι επιθέσεις των Χούθι κατά πλοίων, με πρόσχημα την αλληλεγγύη στην Παλαιστίνη, αποτελούν στην πραγματικότητα εκβιασμό προς τη διεθνή κοινότητα και μέρος της ιρανικής στρατηγικής. Ο Alimi ισχυρίζεται ότι η Τεχεράνη προωθεί τον ηγέτη των Χούθι ως νέο ηγέτη του «άξονα αντίστασης», ενώ την ίδια στιγμή συνεχίζει να εκτρέπει στρατιωτική υποστήριξη προς αυτούς. Προβαίνει επίσης στη σοβαρή κατηγορία ότι το Ιράν συνεργάζεται με την Αλ Κάιντα, φιλοξενώντας ηγετικά της στελέχη και εξοπλίζοντας τρομοκρατικές ομάδες μέσω των Χούθι. Θεωρεί ανεπαρκείς τις αμερικανικές επιδρομές και καλεί την παγκόσμια κοινότητα να ταξινομήσει τους Χούθι ως τρομοκρατικής οργάνωσης και να τους απομονώσει οικονομικά. Κλείνοντας, αναφέρει ότι η μόνη λύση για την ειρήνη και την ασφάλεια στην περιοχή είναι η αποκατάσταση της νόμιμης κυβέρνησης.
Στο άρθρο του Dario Sabaghi, «Θα καταλήξουν οι ΗΠΑ σε πυρηνική συμφωνία με το Ιράν ή θα πάνε σε πόλεμο;», που δημοσιεύτηκε στις 7 Απριλίου στο New Arab, αναλύεται η προσπάθεια του Προέδρου Τραμπ να αναβιώσει τις πυρηνικές συνομιλίες με το Ιράν εν μέσω των αυξημένων περιφερειακών εντάσεων και της πολιτικής «μέγιστης πίεσης». Μετά την αποστολή επιστολής με απαιτήσεις για διάλυση του πυρηνικού προγράμματος και παύση στήριξης πολιτοφυλακών, το Ιράν απέρριψε τις απευθείας διαπραγματεύσεις, αντιδρώντας στις απειλές του Τραμπ για βομβαρδισμό. Η ανάλυση εξετάζει τα αντικρουόμενα κίνητρα: οι ΗΠΑ επιδιώκουν την αποτροπή ενός πυρηνικού Ιράν και τη σταθερότητα, ενώ το Ιράν θέλει άρση κυρώσεων και αποφυγή πολέμου. Ωστόσο, οι θέσεις τους σε καίρια ζητήματα (εμπλουτισμός ουρανίου, βαλλιστικοί πύραυλοι) παραμένουν εν διαμέτρου αντίθετες. Η πίεση χρόνου εντείνεται λόγω της επικείμενης λήξης κρίσιμων προθεσμιών της συμφωνίας JCPOA τον Οκτώβριο του 2025. Οι ειδικοί βλέπουν πιθανότητα στροφή προς τις διαπραγματεύσεις εντούτοις εάν η διπλωματία αποτύχει ο κίνδυνος μιας στρατιωτικής σύγκρουσης παραμένει υπαρκτός, παρά τις επιφυλάξεις για τις συνέπειες ενός τέτοιου πολέμου. Η στάση εξωτερικών δρώντων όπως η Κίνα και η Ρωσία περιπλέκει περαιτέρω την κατάσταση.
Στο άρθρο γνώμης του Yossi Yehoshua, «Το Ισραήλ και οι ΗΠΑ πρέπει να επιλέξουν αν θα πλήξουν το Ιράν ή θα διαπραγματευτούν μαζί του», που δημοσιεύτηκε στο Ynetnews (ημέρα πρόσβασης 9η Απριλίου), αναλύεται το κρίσιμο δίλημμα που αντιμετωπίζουν Ουάσιγκτον και Ιερουσαλήμ στη σκιά της συνάντησης Νετανιάχου-Τραμπ. Το κεντρικό ερώτημα είναι αν θα εκμεταλλευτούν την τρέχουσα αδυναμία του Ιράν και των περιφερειακών του πληρεξουσίων για να πλήξουν τις πυρηνικές του εγκαταστάσεις ή αν θα το εξαναγκάσουν να διαπραγματευτεί μια νέα πυρηνική συμφωνία. Η απόφαση λαμβάνεται εν μέσω αυξημένης έντασης, με τις ΗΠΑ να ενισχύουν στρατιωτικά το Ισραήλ (π.χ., THAAD, Patriot) και να αναπτύσσουν βομβαρδιστικά B-2, στέλνοντας σαφή μηνύματα στην Τεχεράνη. Ωστόσο, το Ιράν εμφανίζεται ανεπηρέαστο από απειλές και τελεσίγραφα, απορρίπτοντας απευθείας συνομιλίες και προειδοποιώντας τις γειτονικές χώρες να μην συνδράμουν σε πιθανή αμερικανική επίθεση. Στις ΗΠΑ, η απόφαση θα συνεκτιμήσει τις πιθανές επιπτώσεις ενός νέου πολέμου στις παγκόσμιες τιμές πετρελαίου. Ο κίνδυνος εσφαλμένου υπολογισμού και προληπτικού χτυπήματος από κάθε πλευρά είναι υπαρκτός, ενώ η έκβαση θα επηρεάσει αναπόφευκτα και την κατάσταση στη Γάζα.
Το άρθρο του Edo Naito με τίτλο «Ποια είναι η στρατηγική της Ιαπωνίας απέναντι στους δασμούς του Τραμπ;» που ήταν δημοσιευμένο στην Japan Times στις 8 Απριλίου, αναλύει πώς η Ιαπωνία επιχειρεί να αντιμετωπίσει τους νέους δασμούς που επέβαλε ο Ντόναλντ Τραμπ. Οι δασμοί, που φτάνουν το 24% στις ιαπωνικές εισαγωγές και 25% στις εισαγωγές αυτοκινήτων, αποτελούν μια σοβαρή οικονομική πρόκληση. Η Ιαπωνία θεωρεί στρατηγικές όπως η αύξηση αγορών από τις Η.Π.Α., η διαπραγμάτευση για μείωση δασμών και η επέκταση παραγωγής αυτοκινήτων στις Η.Π.Α. ως μέσα μείωσης του εμπορικού ελλείμματος. Παρά τις ισχυρές επενδύσεις της Ιαπωνίας στις Η.Π.Α. που ανέρχονται σε $860 δισ., δεν υπήρξε θετική αντιμετώπιση από την αμερικανική πλευρά. Το ζήτημα έχει πολιτικές συνέπειες για την Ιαπωνία, με την αντιπολίτευση να ασκεί κριτική στον πρωθυπουργό Σιγκερού Ισίμπα για αδράνεια. Αντίθετα από τις συναισθηματικές αντιδράσεις της Ευρώπης και του Καναδά, η Ιαπωνία εξετάζει πιο λογικές προσεγγίσεις όπως η αύξηση εισαγωγών LNG ή η εθελοντική μείωση των εξαγωγών αυτοκινήτων. Με στόχο την ισορροπία, η Ιαπωνία θα διαπραγματευθεί μηδενικούς δασμούς σε συνδυασμό με σημαντικές αγορές αμερικανικών προϊόντων. Οι συζητήσεις θα υλοποιηθούν από τον Υπουργό Ριόσεϊ Ακαζάβα και τον Αμερικανό Υπουργό Οικονομικών Σκοτ Μπέσεντ, ενώ το ζήτημα παραμένει κρίσιμο για τις διμερείς σχέσεις.
Σε συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στις 9 Απριλίου από το Πρακτορείο Ειδήσεων Xinhua με τον τίτλο «Οι αμερικανικοί δασμοί θα ταράξουν το παγκόσμιο εμπόριο και θα γυρίσουν μπούμερανγκ στις ΗΠΑ - Αιγύπτιος ειδικός», ο Μοκτάρ Γκόμπασι, γενικός γραμματέας του Κέντρου Πολιτικών Μελετών Αλ-Φαραμπί στην Αίγυπτο, υποστήριξε ότι οι σαρωτικοί δασμοί των ΗΠΑ μπορεί να αποσταθεροποιήσουν το παγκόσμιο εμπόριο και να επιφέρουν αντίστροφα αποτελέσματα στις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η εμπορική πολιτική του Προέδρου Τραμπ, που ενσωματώνει υψηλούς δασμούς σε εισαγωγές και προκρίνει τη μονομερή προσέγγιση «America First (Πρώτα η Αμερική),» κινδυνεύει να απομονώσει τη χώρα και να ενισχύσει τις συμμαχίες άλλων ισχυρών οικονομιών, όπως μεταξύ ΕΕ και Κίνας. Οι μεσανατολικές χώρες, όπως η Συρία, το Ιράκ και η Ιορδανία, πλήττονται σοβαρά, με δασμούς έως και 41%. Ειδικά για την Ιορδανία, με ένα εμπορικό πλεόνασμα 1 δισ. δολαρίων το 2024 στις συναλλαγές της με τις ΗΠΑ, οι επιπτώσεις αναμένεται να είναι ιδιαίτερα σημαντικές. Ωστόσο, ο Γκόμπασι εξηγεί ότι οι πολιτικές αυτές δε στηρίζονται μόνο σε οικονομικά κίνητρα, αλλά και σε μια προσπάθεια να διατηρήσει η Αμερική τον ρόλο της ως παγκόσμια υπερδύναμη, παρά τα σημάδια παρακμής. Πολλοί οικονομολόγοι προειδοποιούν ότι οι ενέργειες αυτές μπορεί να προκαλέσουν παγκόσμια ύφεση, ενώ οι διμερείς σχέσεις και οι νέες εμπορικές συμμαχίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην υποβάθμιση της ηγετικής θέσης των ΗΠΑ στο παγκόσμιο σύστημα εμπορίου.
Ο Dmitry Kosyrev υπογράφει το άρθρο γνώμης με τίτλο «Και τι είμαστε εμείς; Οι σύμμαχοι των ΗΠΑ μπορεί να ουρλιάζουν και να παραπονιούνται», το οποίο δημοσιεύτηκε στο RIA Novosti στις 10 Απριλίου. Το άρθρο επικεντρώνεται στις συνέπειες του οικονομικού πολέμου που εξαπέλυσαν οι Ηνωμένες Πολιτείες κατά των συμμάχων τους και στην επιβολή δασμών 32% στις εξαγωγές από την Ταϊβάν. Η οικονομική ζημιά εκτιμάται σε περίπου 20 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως, γεγονός που επηρεάζει σοβαρά τους εξαγωγείς του νησιού που βασίζονται στην αμερικανική αγορά. Ένα βασικό ερώτημα αναδύεται: πώς μπορεί η Ταϊβάν να επιβιώσει, δεδομένων των στενών εμπορικών δεσμών της με την Κίνα και των περίπλοκων γεωπολιτικών ισορροπιών; Το άρθρο εξετάζει περαιτέρω την πολιτική κατάσταση στην Ταϊβάν, σημειώνοντας το ρόλο της κυβέρνησης του Δημοκρατικού Προοδευτικού Κόμματος και της ηγεσίας του προέδρου Λάι Τσινγκντέ, οι οποίοι στρέφονται κατά της Κίνας προωθώντας πολιτικές πόλωσης. Η καταπίεση όσων διατηρούν σχέσεις με την Κίνα φέρνει παράλληλα στο νου τη στρατηγική απομόνωσης που ακολουθήθηκε στην Ουκρανία. Τα οικονομικά και πολιτικά κίνητρα των ΗΠΑ, ιδιαίτερα υπό την ηγεσία του Τραμπ, τραβούν την προσοχή όλου του κόσμου. Ωστόσο, σύμφωνα με έρευνα, στους νέους της Ταϊβάν κυριαρχεί η ψυχραιμία και η ανάγκη υποταγής σε ενδεχόμενη εισβολή από την Κίνα. Το άρθρο καταλήγει ότι οι σύμμαχοι των ΗΠΑ διατρέχουν σοβαρούς κινδύνους καθώς βιώνουν απρόβλεπτες συνέπειες.
Το άρθρο γνώμης της Olesya Yakhno, με τίτλο «Νέες διαπραγματεύσεις μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας: όχι ειρήνη, αλλά επιχειρηματική συμφωνία» δημοσιεύτηκε στη διαδικτυακή Gazeta.ua στις 9 Απριλίου. Η Yakhno αναλύει το ενδεχόμενο της παύσης των εχθροπραξιών στην Ουκρανία από πλευράς Ρωσίας και τις αποτυχημένες προσπάθειες ειρηνευτικών συνομιλιών με τις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ ταυτόχρονα εξετάζει τα επιχειρηματικά συμφέροντα στα οποία φαίνεται να συγκλίνουν οι δύο χώρες. Το άρθρο εστιάζει στην επερχόμενη συνάντηση της 10ης Απριλίου στην Κωνσταντινούπολη, όπου οι ΗΠΑ δηλώνουν ότι η συζήτηση θα αφορά αποκλειστικά την επαναλειτουργία των πρεσβειών και όχι τη γενικότερη εξομάλυνση των σχέσεων. Είναι, όμως, πιθανό να προκύψουν ευρύτερες οικονομικές συμφωνίες, καθώς η Ρωσία με τη συμμετοχή της επιδιώκει την επανεκκίνηση της συνεργασίας στη βάση «business as usual», παρά τον πόλεμο. Η συγγραφέας, λαμβάνοντας υπόψιν τις δηλώσεις του Ντόναλντ Τραμπ και την παγκόσμια αύξηση των απειλών πυρηνικού εκβιασμού από τη Ρωσία, υποστηρίζει ότι η διεθνής πορεία προς ειρήνη δυσχεραίνεται λόγω της αστάθειας στις διεθνείς συμφωνίες. Η πολιτική «εξουσία χωρίς κανόνες» οδηγεί σε μεγαλύτερη ενίσχυση της πυρηνικής δυναμικής και στην αποσταθεροποίηση του παγκόσμιου συστήματος ασφάλειας.
Ακολουθήστε το Tothemaonline.com στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις