Η χαμηλή ανοσοαπόκριση μετά τον εμβολιασμό κατά της COVID-19 σε ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς έχει θορυβήσει τους ειδικούς ανά τον κόσμο, οι προσπαθούν να χαράξουν μια στρατηγική για την ενίσχυση της προστασίας τους. Ποιες είναι όμως οι διαφορές στις ευάλωτες ομάδες που δυσκολεύουν το έργο των επιστημόνων;
Με μια τρίτη ενισχυτική δόση εμβολίου κατά της COVID-19 σκέφτονται οι ειδικοί ανά τον κόσμο να θωρακίσουν την ευάλωτη πληθυσμιακή ομάδα των ανοσοκατεσταλμένων ασθενών, για τους οποίους οι επιστημονικές μελέτες έχουν καταλήξει σε ανάμεικτα αποτελέσματα. Όπως εξηγεί ο Ανώτερος Λέκτορας Βιοϊατρικών Επιστημών από το Πανεπιστήμιο Brunel του Λονδίνου, Steven Smith, η ανομοιογένεια της ομάδας εξηγεί και την αδυναμία διεξαγωγής ενός κοινού πορίσματος σχετικά με το πώς θα επιτευχθεί η ικανοποιητική ανοσολογική απόκριση.
Χαρακτηριστικά, αμερικανική μελέτη έδειξε ότι ασθενείς που λαμβάνουν ανοσοκατασταλτικά φάρμακα όπως οι μεταμοσχευμένοι, παρουσίασαν χαμηλούς τίτλους αντισωμάτων μετά τον εμβολιασμό τους και πάνω από τους μισούς απέτυχαν να αναπτύξουν αντισώματα ακόμη και μετά τον πλήρη εμβολιασμό τους.
Άλλες έρευνες κατέληξαν σε πιο αισιόδοξα συμπεράσματα, όπως ότι οι ανοσοκατεσταλμένοι ασθενείς με μεταμόσχευση νεφρού πετυχαίνουν ένα ποσοστό ανοσίας, μικρότερο συγκριτικά με άτομα με πλήρως λειτουργικό ανοσοποιητικό αλλά και σε σχέση με τους αιμοκαθαιρόμενους νεφροπαθείς χωρίς μεταμόσχευση.
Επιπλέον, βρετανική μελέτη στο στάδιο της προδημοσίευσης για την ανοσοαπόκριση από τα εμβόλια των Pfizer/BioNTech και Οξφόρδης/AstraZeneca σε διάφορες ομάδες υψηλού κινδύνου (διαβήτης, χρόνια καρδιοπάθεια, χρόνια νεφρική νόσος, νευρολογικές διαταραχές, ανοσοκαταστολή κ.α.), οι ανοσοκατεσταλμένοι ασθενείς σημείωσαν χαμηλότερους τίτλους αντισωμάτων συγκριτικά με άλλους ασθενείς και μια επαρκή, χαμηλή ωστόσο, αντισωματική ανοσία από τον πλήρη εμβολιασμό.
Ανοσοανεπάρκειες και ανοσοκατασταλτικά φάρμακα
Η μειωμένη ανοσία αποδίδεται σε δύο ευρείες κατηγορίες, εξηγεί ο καθηγητής, τις ανοσοανεπάρκειες και τα ανοσοκατασταλτικά φάρμακα.
Οι πρώτες αποτελούν ιατρικές καταστάσεις που εμπλέκονται άμεσα με τη μειωμένη απόδοση του ανοσοποιητικού και μπορούν να είναι πολύ σπάνια συγγενείς ως αποτέλεσμα γενετικών μεταλλάξεων ή επίκτητες, όπως στην περίπτωση του υποσιτισμού, του διαβήτης, της παχυσαρκίας ή της λοίμωξης με τον ιό HIV.
Ωστόσο, σε αντίθεση με περιπτώσεις όπως του ιού HIV που έχει αποδειχθεί ότι «επιτίθεται» στα λευκά αιμοσφαίρια της άμυνας του οργανισμού, για ασθένειες όπως ο διαβήτης, παράγοντας κινδύνου για σοβαρή COVID-19, δεν είναι γνωστό πώς μειώνουν την αποτελεσματικότητα του ανοσοποιητικού συστήματος.
Όσον αφορά τα ανοσοκατασταλτικά φάρμακα, βασική θεραπεία για περιπτώσεις μεταμοσχεύσεων και άσθμα έως αιματολογικούς καρκίνους και αυτοάνοσα νοσήματα, δεν επηρεάζουν με τον ίδιο τρόπο την ανοσία έναντι της COVID-19.
Ενδεικτικά, οι αντιμεταβολίτες, φάρμακα που επιλέγονται στις χημειοθεραπείες και σε μεταμοσχεύσεις και που παρεμβαίνουν σε βασικές πτυχές της λειτουργίας των κυττάρων -όπως η μυκοφαινολάτη που εμποδίζει τη διαδικασία της μίτωσης του DNA στα ανοσοκύτταρα- έχουν συσχετιστεί με χαμηλότερη ανοσοαπόκριση μετά τον εμβολιασμό κατά της COVID-19.
Μια άλλη κατηγορία ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων, οι στοχευμένοι βιολογικοί παράγοντες, μπορούν να μπλοκάρουν συγκεκριμένα μόνο τμήματα του ανοσοποιητικού συστήματος όπως αυτοί που εμποδίζουν την ενεργοποίηση της ανοσοαπόκρισης από τους Παράγοντες Νέκρωσης Όγκων (TNF) και έτσι μειώνουν λιγότερο την ανοσολογική απόκριση από τον εμβολιασμό. Αντιθέτως, άλλοι βιολογικοί παράγοντες όπως η ριτουξιμάμπη (rituximab) που στοχεύει σε ένα ειδικό μόριο των ανοσοκυττάρων που παράγουν τα αντισώματα ώστε να περιοριστεί η παραγωγή, πρέπει να αποφεύγονται για ένα διάστημα πριν και μετά το εμβολιασμό για τον κορωνοϊό.
Ο καθηγητής καταλήγει ότι μέχρι στιγμής, από μικρές κυρίως μελέτες, επιβεβαιώνεται πως τα διαθέσιμα εμβόλια κατά της COVID-19 είναι αποτελεσματικά έστω και με μικρότερο ποσοστό ανοσίας, γεγονός που δεν πρέπει να επισημαίνεται σε ασθενείς με ανοσοεπάρκεια ή υπό ανοσοκατασταλτική αγωγή.
Τέλος, αναφορικά με την Ελλάδα, το τοπίο δεν είναι ακόμη ξεκάθαρο. Όπως έχει δηλώσει η πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, ομότιμη καθηγήτρια Παιδιατρικής Λοιμωξιολογίας, κυρία Μαρία Θεοδωρίδου: «Δεν υπάρχει συγκεκριμένος χρόνος που να πει κανείς ότι θα αρχίσουμε να χορηγούμε τρίτη δόση, ούτε έχει καταρτιστεί μια λίστα για το ποιοι θα συμπεριληφθούν αρχικά σε αυτή τη δόση. Είναι, όμως, εμφανές ότι η προτεραιοποίηση που έγινε για την αρχική χορήγηση των εμβολίων θα έχει μια ανάλογη φορά».
ΠΗΓΗ: ygeiamou.gr
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ:
• Θλίψη στο κυπριακό ποδόσφαιρο - «Έφυγε» ο Σάμπουριτς
• Ντύθηκε στα «άσπρα» το Τρόοδος: Επί ποδός η Αστυνομία για την ασφάλεια των οδηγών - Δείτε βίντεο
Ακολουθήστε το Tothemaonline.com στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις