Η δημόσια χρηματοδότηση είναι σημαντική ειδικά στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και μια υψηλότερη δημόσια δαπάνη ανά μαθητή μπορεί να μειώσει τις διαφορές απόδοσης μεταξύ των μαθητών χαμηλής και υψηλής επίδοσης στα σχολεία πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, σύμφωνα με τα ευρήματα έκθεσης που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα το δίκτυο "Ευρυδίκη" (Eurydice) της Κομισιόν.
To Eurydice είναι ένα δίκτυο 43 εθνικών μονάδων που εδρεύουν και στις 38 χώρες του προγράμματος Erasmus +, με αντικείμενο την ανάλυση της οργάνωσης των εκπαιδευτικών συστημάτων στην Ευρώπη.
Το δίκτυο Eurydice δημοσιεύει περιγραφές των εθνικών εκπαιδευτικών συστημάτων, συγκριτικές εκθέσεις αφιερωμένες σε συγκεκριμένα θέματα, δείκτες και στατιστικές, καθώς και ειδήσεις και άρθρα που σχετίζονται με τον τομέα της εκπαίδευσης.
Σήμερα έδωσε στη δημοσιότητα την έκθεση "Ισοτιμία στη σχολική εκπαίδευση στην Ευρώπη: Δομές, πολιτικές και επιδόσεις των μαθητών".
Αναλυτικά η έκθεση καταγράφει ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές σε ολόκληρη την Ευρώπη στο επίπεδο της δημόσιας χρηματοδότησης ανά φοιτητή, που κυμαίνονται από 1.940 (Ρουμανία) έως 13.430 (Λουξεμβούργο) εκφρασμένες σε πρότυπα αγοραστικής δύναμης (PPS). Ομοίως, το μερίδιο των ιδιωτικών δαπανών για τη σχολική εκπαίδευση κυμαίνεται μεταξύ λιγότερο από 1% (Ρουμανία, Φινλανδία και Νορβηγία) και 19% (Τουρκία) των δημόσιων δαπανών.
Σύμφωνα με την έκθεση «παραμένουν εμπόδια στη συμμετοχή στην υψηλής ποιότητας εκπαίδευση και φροντίδα στην προσχολική παιδική ηλικία», ενώ όμως «υπάρχουν σαφή οφέλη για τα παιδιά που συμμετέχουν στην πρώιμη παιδική εκπαίδευση και φροντίδα (ECEC) όσον αφορά τη συνολική ανάπτυξή τους και την ακαδημαϊκή τους απόδοση». «Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για μαθητές με μειονεκτική θέση. Ωστόσο, στην πλειονότητα των ευρωπαϊκών χωρών, εκτός από τη Μάλτα, το Βέλγιο, την Ουγγαρία, τις Κάτω Χώρες, το Ηνωμένο Βασίλειο (Βόρεια Ιρλανδία και Σκωτία), την Αλβανία και την Ελβετία, τα παιδιά από μειονεκτούσες οικογένειες συμμετέχουν λιγότερο κατά μέσο όρο», σημειώνεται.
«Οι πολιτικές για τη βελτίωση της ισότητας περιλαμβάνουν την επέκταση της πρόσβασης (τόσο καθολική όσο και στοχευμένη), καθώς και τη βελτίωση της ποιότητας της παροχής, για παράδειγμα, με την πρόσληψη καλά εκπαιδευμένου προσωπικού. Άλλα μέτρα αντιμετωπίζουν τις συγκεκριμένες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι μειονεκτούσες οικογένειες όπως το κόστος, τα πολιτιστικά και γλωσσικά εμπόδια και η έλλειψη πληροφόρησης», προστίθεται στην έκθεση.
Σημειώνεται ακόμη ότι «διαφορετικοί κανόνες επιλογής σχολείου στα εκπαιδευτικά συστήματα μειώνουν την ισότητα».
«Περισσότερη ελευθερία για τις οικογένειες να επιλέγουν ένα σχολείο, σε συνδυασμό με διαφορετικούς κανόνες επιλογής σχολείου για διαφορετικούς τύπους σχολείου, μπορεί να αυξήσει την ανισότητα», επισημαίνεται.
«Όταν οι μαθητές συνήθως τοποθετούνται σε ένα δημόσιο σχολείο με βάση τη διεύθυνση κατοικίας τους, αλλά οι γονείς είναι ωστόσο ελεύθεροι να επιλέξουν μεταξύ συγκεκριμένων τύπων σχολείου (δημόσιο ή ιδιωτικό), αυτό μπορεί να αυξήσει τον ακαδημαϊκό διαχωρισμό και τη σημασία του γονικού υποβάθρου για επίτευγμα», αναφέρεται. Μαζί με διαφορετικούς κανόνες για το πώς τα σχολεία μπορούν να επιλέξουν μαθητές, αυτό μπορεί να έχει ακόμη μεγαλύτερη επιρροή.
Σύμφωνα με την έκθεση μόνο έντεκα εκπαιδευτικά συστήματα έχουν τις ίδιες πολιτικές στην επιλογή και τις εισαγωγές στο σχολείο ανεξάρτητα από τον τύπο του σχολείου (Βέλγιο, Ιταλία, Λιθουανία, Πορτογαλία, Ρουμανία, Φινλανδία, Σουηδία, ΗΒ, Ισλανδία, Νορβηγία και Ρωσία).
Επιπλέον καταγράφεται ότι «η χρήση κριτηρίων ακαδημαϊκών εισαγωγών στην κατώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση έχει αρνητικές συνέπειες στα ίδια κεφάλαια». «Τα κριτήρια ακαδημαϊκών εισαγωγών είναι πιο κοινά στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση όταν οι μαθητές έχουν ανατεθεί σε διαφορετικά εκπαιδευτικά μονοπάτια ή μονοπάτια. Το ένα τρίτο των εκπαιδευτικών συστημάτων ξεκινά την ακαδημαϊκή επιλογή από την κατώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Η χρήση κριτηρίων ακαδημαϊκής εισαγωγής σε αυτό το επίπεδο σχετίζεται στενά τόσο με τον ακαδημαϊκό διαχωρισμό όσο και με την επίδραση του κοινωνικοοικονομικού υποβάθρου στα επιτεύγματα», αναφέρεται.
Ακόμη σημειώνεται ότι «η πρακτική της ανάθεσης μαθητών σε διαφορετικά προγράμματα σπουδών επηρεάζει σημαντικά την ισότητα. Ειδικότερα, σε νεαρή ηλικία τείνει να συμβαδίζει με τον υψηλότερο ακαδημαϊκό διαχωρισμό και τον μεγαλύτερο ρόλο του γονικού υποβάθρου στη διαμόρφωση των επιτευγμάτων των μαθητών». Πέντε εκπαιδευτικά συστήματα αρχίζουν να αναθέτουν μαθητές σε διαφορετικά προγράμματα σπουδών ήδη στις ηλικίες 10-11 (Γερμανία, Ουγγαρία, Αυστρία, Τσεχία, Σλοβακία).
Καταγράφεται ακόμη ότι «η επανάληψη τάξεων έχει αρνητικό αντίκτυπο στο δευτεροβάθμιο επίπεδο. Ωστόσο, παραμένει μια διαδεδομένη πρακτική στην Ευρώπη. Κατά μέσο όρο, το 4% των Ευρωπαίων μαθητών επαναλαμβάνουν μια σχολική τάξη τουλάχιστον μία φορά, αλλά σε ορισμένα εκπαιδευτικά συστήματα το ποσοστό επανάληψης του βαθμού μπορεί να υπερβαίνει το 30%».
«Για να βοηθήσουν τους μαθητές να αποφύγουν την επανάληψη τα περισσότερα εκπαιδευτικά συστήματα διαθέτουν μηχανισμούς για να δώσουν στους μαθητές μια δεύτερη ευκαιρία. Αυτό παίρνει συχνά τη μορφή εξετάσεων πριν από την έναρξη του νέου σχολικού έτους. Επιπλέον, σε περίπου ένα τέταρτο των εκπαιδευτικών συστημάτων, οι μαθητές επιτρέπεται να προχωρήσουν στην επόμενη τάξη υπό την προϋπόθεση ότι πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις κατά το επόμενο σχολικό έτος», συμπληρώνεται.
Επίσης, η ύπαρξη καθηγητών που ειδικεύονται στην αντιμετώπιση χαμηλών επιτευγμάτων σχετίζεται με λιγότερο ακαδημαϊκό διαχωρισμό στα γυμνάσια. Στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, οι εκπαιδευτικοί που ειδικεύονται σε μαθητές με χαμηλή επίδοση είναι διαθέσιμοι σε όλα τα σχολεία μόνο σε δώδεκα εκπαιδευτικά συστήματα. Αυτό μειώνεται σε δέκα στην δευτεροβάθμια δευτεροβάθμια και επτά στην δευτεροβάθμια δευτεροβάθμια, καταγράφει η έκθεση.
Από ΚΥΠΕ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ:
• Βρήκαν κρυμμένο 25χρονο σε υποστατικό που μπήκε για να το κλέψει - Τον πρόδωσε ο συναγερμός
• Αντίστροφη μέτρηση για το e-kalathi: Πότε θα λειτουργήσει σε δοκιμαστική μορφή
Ακολουθήστε το Tothemaonline.com στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις