Την απόφαση, εάν θα διακόψει ή όχι τη συνέχιση της διαδικασίας της ποινικής υπόθεσης Focus ενώπιον του, θα ανακοινώσει στις 7 Αυγούστου το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας, μετά από αίτηση των δικηγόρων των κατηγορούμενων Μιχάλη Ζολώτα και Μιχάλη Φόλε.
Το αίτημα των δικηγόρων υπεράσπισης, για άμεση διακοπή της ποινικής δίωξης εναντίον των Ζολώτα και Φόλε, κατατέθηκε ύστερα από την απόφαση της Ολομέλειας του Ανώτατου Δικαστηρίου στις 9 Ιουλίου, να ακυρώσει τα εντάλματα σύλληψης που είχαν εκδοθεί εναντίον των δύο κατηγορουμένων στην υπόθεση.
Κατά τη σημερινή δικάσιμο, αγόρευσαν ο συνήγορος υπεράσπισης, Αχιλλέας Αιμιλιανίδης και ο εκπρόσωπος της κατηγορούσας Αρχής, Ανδρέας Αριστείδης, με το δικαστήριο να επιφυλάσσεται να ανακοινώσει την απόφαση του την Τετάρτη, 7 Αυγούστου, στις 09:00.
Στο μεταξύ, όλες οι προγραμματισμένες ημερομηνίες, που δόθηκαν προηγουμένως για ακρόαση, έχουν ακυρωθεί.
«Η όλη διαδικασία μολύνθηκε από την παράβαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων των κατηγορουμένων», είπε ο κ. Αιμιλιανίδης
Αγορεύοντας ενώπιον του δικαστηρίου, ο κ. Αιμιλιανίδης τόνισε ότι μετά την έκδοση της απόφασης της Ολομέλειας επιβεβαιώθηκε η σαφής παράβαση των συνταγματικών δικαιωμάτων των κατηγορουμένων, για να προσθέσει ότι «με βάση το άρθρο 11 η παράβαση του δικαιώματος ελευθερίας και η σύλληψη προσώπου μπορεί να γίνει αποκλειστικά προς συμμόρφωση με νόμιμη διαταγή δικαστηρίου».
«Εν προκειμένω», είπε, «η σύλληψη και προσαγωγή των κατηγορουμένων έγινε προς συμμόρφωση με παράνομη διαταγή δικαστηρίου, η παρανομία της οποίας έχει αμετάκλητα διαπιστωθεί από την Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου και μάλιστα ομόφωνα».
Όπως σημείωσε, «είναι σαφής η παράβαση των συνταγματικών δικαιωμάτων των κατηγορουμένων και άνευ του θεμελίου για την έκδοση της απόφασης, που μετά την απόφαση της Ολομέλειας κατέστη αναδρομικά άκυρο, η σύλληψη και βίαιη προσαγωγή των Κατηγορουμένων ενώπιον του Δικαστηρίου καθίσταται αντίθετη προς τα συνταγματικά δικαιώματά τους».
Είπε, εξάλλου, πως η συγκεκριμένη διάταξη δεν μπορεί να παραμένει γράμμα κενό ως ήταν η εισήγηση της κατηγορούσας Αρχής, συμπληρώνοντας πως η νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου είναι σαφής και δεν αφήνει κανένα απολύτως περιθώριο για παρερμηνείες.
Ανέφερε, επίσης, ότι «η απόφαση της Ολομέλειας του Ανώτατου Δικαστηρίου κατέστησε τη σύλληψη των κατηγορουμένων -προκειμένου να προσέλθουν στην Κύπρο- παράνομη και κατά συνέπεια αντίθετη με το άρθρο 11 του Συντάγματος που αναφέρεται σε περιορισμό της ελευθερίας μόνο με βάση νόμιμη σύλληψη», για να συμπληρώσει πως «η όλη διαδικασία μολύνθηκε από την παράβαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων των κατηγορουμένων με τρόπο, που δεν μπορεί να τύχει θεραπείας άλλης, πέραν από τον παραμερισμό της διαδικασίας ως προς τους κατηγορουμένους».
«Πόσο πιο προφανές είναι ότι οι κατηγορούμενοι δεν θα έπρεπε να είχαν αχθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, όταν η Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου ομόφωνα απεφάνθη ότι η έκδοση εντάλματος σύλληψης με βάση το οποίο έγινε η βίαιη προσαγωγή των κατηγορουμένων στην Κύπρο υπήρξε παράνομη και έγινε καθ’ υπέρβαση δικαιοδοσίας. Σαφής η παρανομία και αναντίλεκτη εν προκειμένω», είπε.
Συνέχισε λέγοντας ότι «η εισήγηση της κατηγορούσας Αρχής συνιστά κλασική αποτύπωση του δόγματος ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, ανοχή του οποίου θα οδηγούσε σε περιστολή της αξιοπιστίας και αξιοπρέπειας της δικαιοσύνης», σημειώνοντας πως «είναι σαφές ότι η συνέχιση της διαδικασίας σε βάρος των κατηγορουμένων θα οδηγούσε σε έκδηλη αδικία, ενώ είναι και προφανής ο δυσμενής επηρεασμός».
Πρόσθεσε ακόμα ότι «επί των παράνομων ενταλμάτων σύλληψης και της βίαιης προσαγωγής των κατηγορουμένων στηρίχθηκαν όλες οι μεταγενέστερες ενέργειες της κατηγορούσας Αρχής, ως και η ίδια παραδέχθηκε, δημιούργησαν αθέμιτο και παράνομο πλεονέκτημα της κατηγορούσας Αρχής εναντίον των κατηγορουμένων».
«Καθήκον του δικαστηρίου να διαφυλάξει το κύρος της δικαιοσύνης»
Απευθυνόμενος στο δικαστήριο, ο κ. Αιμιλιανίδης είπε πως είναι καθήκον του να διαφυλάξει το κύρος της δικαιοσύνης και να μην αφήσει παράνομες ενέργειες να ζημιώνουν άτομα, πολίτες κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά παράβαση του δικαίου.
«Η κατηγορούσα Αρχή», κατέληξε, «κυνικά δηλώνει ότι θα πρέπει να αδιαφορήσετε για την παράβαση του νόμου και για την υπέρβαση δικαιοδοσίας, να αδιαφορήσετε για την παράβαση των συνταγματικών δικαιωμάτων των κατηγορουμένων και να επιτρέψετε να συνεχίσει να συντελείται ενώπιον σας η προσωπική, οικονομική και οικογενειακή καταστροφή τους. Αυτό υποβάλλουμε ότι θα ήταν απαράδεκτο και θα έπληττε βάναυσα τα θεμέλια του κράτους δικαίου».
"Η απόφαση του Ανωτάτου ουδόλως επηρεάζει τη διαδικασία", είπε ο κ. Αριστείδης
Από την πλευρά του, ο εκπρόσωπος της κατηγορούσας Αρχής είπε πως είναι θέση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ότι η απόφαση ακύρωσης των ενταλμάτων σύλληψης ουδόλως επηρεάζει την ακροαματική διαδικασία, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη, σημειώνοντας ότι ο ισχυρισμός περί κατάχρηση της διαδικασίας είναι αβάσιμος.
«Ακόμη και αν ήθελε κριθεί ότι η παρουσία τους ενώπιον των κυπριακών δικαστηρίων είναι αποτέλεσμα κατάχρησης, εντούτοις δεν υφίσταται λόγος που να δικαιολογεί της διακοπής της δίκης», είπε.
Ο κ. Αριστείδης κατά την αγόρευσή του εισηγήθηκε ότι η παρουσία των κατηγορουμένων ενώπιον του Κακουργιοδικείου πρέπει να αποσυνδεθεί ή/και να διαχωριστεί από την έκδοση των ακυρωθέντων ενταλμάτων σύλληψης, τα οποία σχετίζονταν με την επίδοση κατηγορητηρίου, για να σημειώσει ότι «ενώπιον του Κακουργιοδικείου ξεκίνησε μια νέα διαδικασία με τη καταχώρηση του κατηγορητηρίου, το οποίο νομίμως και άνευ ενστάσεως επιδόθηκε στους αιτητές, οι οποίοι ουδέποτε -παρά τις δεκάδες εμφανίσεις τους ενώπιον του Κακουργιοδικείου αμφισβήτησαν την ως άνω επίδοση στη βάση τους παρόντος αιτήματος τους».
Τόνισε πως οι ενέργειες και η συμπεριφορά των διωκτικών Αρχών, σε σχέση με την παράδοση των κατηγορουμένων και την προσαγωγή τους ενώπιον της κυπριακής δικαιοσύνης, μπορούν να χαρακτηριστούν «ως ασυνείδητα λανθασμένη χρήση της νομοθεσίας ή συγγνωστή νομική πλάνη» και σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να λεχθεί ότι εκ προθέσεων εξέτρεψαν τη διαδικασία με σκοπό να θέσουν τους κατηγορούμενους σε δυσμενή θέση.
Καταληκτικά ανέφερε ότι «το συμφέρον της δικαιοσύνης για εκδίκαση της υπόθεσης εναντίων των κατηγορουμένων συνηγορεί υπέρ της συνέχισης της διαδικασίας, λαμβάνοντας επιπρόσθετα υπόψη το γεγονός ότι δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης της αρχής της δίκαιης δίκης».
(ΚΥΠΕ/ΕΛΑ/ΓΒΑ)
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ:
• Αντίστροφη μέτρηση για το e-kalathi: Πότε θα λειτουργήσει σε δοκιμαστική μορφή
Ακολουθήστε το Tothemaonline.com στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις