Συνήθως δίνει μάχες με σθένος από τα έδρανα της Βουλής, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν στιγμές που λυγίζει…
Ο λόγος για την Ειρήνη Χαραλαμπίδου, η οποία αρχές της εβδομάδας ταξίδεψε 45 χρόνια πίσω στο χρόνο και έκλαψε με την προσωπική ιστορία δυο 67χρονων σήμερα ανδρών. Οι τελευταίοι βίωσαν στο πετσί τους τα δεινά της τουρκικής εισβολής το 1974 και της τα διηγήθηκαν με γλαφυρό τρόπο…
Για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, η βουλευτής του ΑΚΕΛ βρέθηκε την περασμένη Τρίτη (16/07) στο Πέρα Χωριό για να παρακολουθήσει τον εσπερινό στην εκκλησία της Αγιάς Μαρίνας. Μετά τη λειτουργία πέρασε και από το οίκημα των λαϊκών οργανώσεων για μια καλησπέρα. Εκεί ήταν που συνάντησε τον Γιώτη και τον Κυριάκο. Οι οποίοι, μετά από παραινέσεις τρίτων, της εξιστόρησαν τα βιώματά τους.
Η Χαραλαμπίδου, καθηλώθηκε κι αποφάσισε να μεταφέρει τις ιστορίες των δυο ανθρώπων στον προσωπικό της λογαριασμό σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης, υπό τον τίτλο: «Από τα Άδανα στο Αντιγιαμάν ... Για τον Γιώτη (Παναγιώτη)και τον Κυριάκο - Αιχμάλωτοι πολέμου - Ιούλιος 1974».
Παρουσιάζουμε αυτούσια τα όσα έγραψε:
«Έσυρε μια καρέκλα και έκατσε δίπλα μου. Ο Γιώτης,ήταν γύρω στα 65. «Τούτες οι μέρες ξυπνούν θύμησες» μου είπε! «Μας χτυπούσαν αλύπητα. Με ρόπαλα, με τα όπλα, με τις λόγχες μας τρυπούσαν». Ο Γιώτης ήταν αιχμάλωτος 70 μέρες, στα Αδανα και μετά στο Αντιγιαμαν.
Στην κουβέντα μας ήρθε και ο Κυριάκος. Αιχμάλωτος και εκείνος στα Άδανα για 2 μήνες. Το 1974 έφεδροι υπηρετούσαν στη Μια Μηλιά . Παλληκάρια 22 χρονών. Σκέφτηκα το δικό μου παιδί, στην ίδια ηλικία σήμερα. Και μετά όλα τα παιδιά που χάθηκαν, τις μάνες που στερήθηκαν την αγκαλιά του γιου, του παιδιού που έτρεξε να υπηρετήσει και δεν γύρισε ποτέ!
Και άρχισαν να διηγούνται, συμπλήρωναν ο ένας τον άλλο, αν και οι δυο τους δεν συναντήθηκαν ποτέ στις φυλακές της Τουρκίας. Και οι εικόνες ζωντάνευαν μπροστά μου άγριες , τρομακτικές: «Την ώρα που μας έριξαν στα καράβια σκέφτηκα ότι χαθήκαμε , τέλειωσε η ζωή μας, τον τόπο μου δεν θα τον ξανάβλεπα ποτέ», είπε ο Κυριάκος.
«Φώναξαν λάθος το όνομα μου», είπε ο Γιώτης, «και σκέφτηκα ότι οι δικοί μου δεν θα ήξεραν ότι είμαι ζωντανός, σκεφτόμουν την μάνα μου». Και σαν μάνα το ένιωσα.
Με το που κατέβηκαν από το βαπόρι τους φόρτωσαν σε φορτηγά. Τα μάτια τους κλειστά και τα χέρια τους δεμένα. Στο δρόμο τα φορτηγά σταμάτησαν. «Πονεμένα βογγητά…». Στρατιώτες τους λόγχιζαν από την έξω μεριά του φορτηγού. «Μαζευτήκαμε στο κέντρο, στοιβαχτήκαμε ο ένας πάνω στον άλλο και τότε μπήκαν με τα ρόπαλα και μας χτυπούσαν αλύπητα. Ένιωθα το αίμα να κυλά από το κεφάλι μου, στο σώμα μου, στα ρούχα… Φτάσαμε στο στρατόπεδο και μας είπαν οι τραυματίες να πάνε στο γιατρό. Δεν πήγα, ευτυχώς! Όσοι ζήτησαν περίθαλψη τους χτύπησαν κι’ άλλο! Πάλι καλά που γλυτώσαμε το λυντσάρισμα στο λιμάνι. Τούρκοι πολίτες, με τι λύσσα προσπαθούσαν να φτάσουν σε μας. Τόσο μίσος! Απίστευτο μίσος!
Στο στρατόπεδο κάθε μεσημέρι μας μοίραζαν φαί. Μια ομάδα από έξι δικούς μας έπρεπε να πάει να το φέρει. Ξύλο και πάλι ξύλο για τους έξι που αναλάμβαναν αυτό το καθήκον, μόνο στο πήγαινε όταν τα χέρια μας ήταν άδεια. Κανένας δεν θα άντεχε τόσο ξύλο, γι’ αυτό και χωριστήκαμε και κάθε μέρα πήγαιναν άλλοι έξι να φέρουν το φαΐ. Αφού να σκεφτείς», συνέχισε ο Παναγιώτης, «ότι κάποιοι πρόσφεραν εκείνη τη λιγοστή μερίδα σε άλλους για να πάρουν τη θέση τους. Η πείνα αντέχεται, το ξύλο και ο φόβος...».
Μετά τα Άδανα ο Παναγιώτης μεταφέρθηκε στο Αντιγιαμάν στα βάθη της Τουρκίας. Ακόμα πιο άγριες καταστάσεις ! «Έκλαψα από τον πόνο... Τα χέρια μου έλιωσαν , τα δάχτυλα μου δεν τα ένιωθα! Προσπάθησα να καλύψω το σώμα μου... Ο Στρατής. Εκείνον τον χτυπούσαν έξι ταυτόχρονα. Γύρισε μαζί μας στην Κύπρο και πέντε μέρες μετά πέθανε από το ξύλο που του έριξαν».
Και η μέρα της επιστροφής μετά από 70 μέρες. «Δεν μας το είπαν, το καταλάβαμε! 65 από μας θα έμεναν πίσω για να φύγουν με άλλο καράβι. Ανησυχούσα για τους χωριανούς μου, τους Περαχωρίτες . Αν ξέμεναν τι θα έλεγα στις μανάδες τους; Ο Κυριάκος με κοίταξε. Το βλέμμα του ήταν θλιμμένο και η κάθε ρυτίδα στο πρόσωπό του έμοιαζε να κουβαλά βαρύ φορτίο από αναμνήσεις που τον στοίχειωναν και δεν θα έσβηναν ποτέ! : «Άνοιξε η πόρτα και είδα τον Πενταδάχτυλο και σκέφτηκα ελευθερία, είμαστε λεύτεροι , στην Κύπρο μας, είμαστε ζωντανοί. Εκείνη η εικόνα του Πενταδαχτύλου από την μισάνοιχτη πόρτα του βαποριού...».
«Μας πήγαν σε ένα σχολείο», συνέχισε ο Γιώτης και ρωτούσαμε αν οι Τούρκοι έπιασαν το χωριό μας. Δεν μαθαίναμε τίποτε εκεί που ήμασταν στην Τουρκία, δεν ξέραμε…».
Και έφτασε η ώρα της ανταλλαγής: «Μας ζήτησαν να δούμε φωτογραφίες για να τους πούμε αν αναγνωρίζαμε κάποιον. Και είδα τον Β… Υπηρετούσαμε μαζί στο στρατό. Και μετά οι μανάδες με τις φωτογραφίες στα χέρια: «Είδες τον γιέ μου, είδες το παιδί μου;».
Τα παιδιά τους, που δεν γύρισαν, που για χρόνια αγνοείτο η τύχη τους και ακόμα αγνοείται! Η ζωή τους η ίδια. Και εκείνο το γιατί θα μας στοιχειώνει ! την απάντηση τώρα πια την ξέρουμε αλλά δικαίωση δεν είδαμε... Και οι πιο πολλές μανάδες έφυγαν πικραμένες , μαυροντυμένες και ‘μεις υποκλινόμαστε ως οφείλουμε σε σεντούκια των 90 ποντων, που καταμαρτυρούν την τραγωδία μας.
Έσκυψα, τους αγκάλιασα και τους φίλησα! Τον Γιώτη και τον Κυριάκο. Στην αγκαλιά μου κρατούσα δυο εικοσάχρονα παλληκάρια… «Ποτέ πια πόλεμος» ψέλλισε ο Κυριάκος... «Ποτέ πια!».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ:
• Με κίτρινη προειδοποίηση, καταιγίδες και χαλάζι ο καιρός - Τι μας επιφυλάσσει για τα Χριστούγεννα
• Αλκοόλ και οδήγηση: «Καμπανάκι» για την περίοδο Χριστουγέννων - Οι ποινές και οι τιμές
• Πώς να απολαύσεις το γιορτινό τραπέζι χωρίς ενοχές – Διατροφολόγος στο «Τ»
Ακολουθήστε το Tothemaonline.com στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις