Ένταση στην κατάθεση του μέχρι πρότινος κατηγορούμενου στην υπόθεση της Focus, Ανδρέα Κιζουρίδη, ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας ως μάρτυρας κατηγορίας, ήγειρε την Τετάρτη 20/03 η υπεράσπιση των κατηγορουμένων.
Έκανε, ταυτόχρονα, λόγο για μη αποδεκτή μαρτυρία και κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, επιφυλάσσοντας το δικαίωμα της να υποβάλει αίτηση προς το δικαστήριο για διακοπή της δίκης.
Υπενθυμίζεται ότι η Κατηγορούσα Αρχή αποφάσισε, κατά την ακροαματική διαδικασία της Τρίτης 19/03, να διακόψει τη ποινική δίωξη εναντίον του κ. Κιζουρίδη και να τον καλέσει να καταθέσει στο δικαστήριο ως μάρτυρα κατηγορίας.
Μετά την εξέλιξη αυτή, κ. Κιζουρίδης κλήθηκε την Τετάρτη να καταθέσει στη βάση της γραπτής του κατάθεσης που έδωσε στους ανακριτές της υπόθεσης στις 16/3/2019, με την υπεράσπιση να εγείρει ένσταση τόσο ως προς το περιεχόμενο της γραπτής του δήλωσης όσο και ως προς τη κατάθεση του ως μάρτυρας κατηγορίας.
Ο δικηγόρος των κατηγορουμένων Χριστόδουλου Χριστοδούλου, Μιχάλη Φόλε και Α. C. Christodoulou Consultants Ltd, Ευστάθιος Ευσταθίου, υποστήριξε στην αγόρευση του ότι το περιεχόμενο της γραπτής δήλωσης του κ. Κιζουρίδη περιέχει μη αποδεκτή μαρτυρία σε σχέση με δηλώσεις του αποβιώσαντα Ανδρέα Βγενόπουλου και πως η κατάθεση του ως μάρτυρα κατηγορίας συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας.
Ο κ. Ευσταθίου υποστήριξε ότι η ένσταση εγείρεται διότι «παραβιάζονται κατοχυρωμένα ανθρώπινα δικαιώματα των κατηγορουμένων, ως προς το μέρος εκείνο της μαρτυρίας που αφορά δηλώσεις στις οποίες προέβη ο αποθανών Ανδρέας Βγενόπουλος» ως επίσης «διότι η επιχειρούμενη παράθεση της μαρτυρίας του μάρτυρος αυτού αποτελεί το αποκορύφωμα μιας συνεχούς και αδιαλείπτου συμπεριφοράς της Κατηγορούσας Αρχής που συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας».
Σύμφωνα με την γραπτή του αγόρευση, η νομική βάση της ενστάσεως όσον αφορά τη συνταγματικότητα του άρθρου 24 του Νόμου 32(Ι)/04 συνίσταται στο ότι «η κατάθεση του μάρτυρα δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, αλλά και ούτε το περιεχόμενο της μπορεί να γίνει αποδεκτό, διότι παραβιάζουν ουσιώδη θεμελιώδη δικαιώματα και συγκεκριμένα τα δικαιώματα που διασφαλίζονται προς κάθε κατηγορούμενο από το άρθρο 12.5(δ) του Συντάγματος, δηλαδή να εξετάζει ή να προκαλεί την εξέταση μαρτύρων υπεράσπισης».
Ο κ. Ευσταθίου υποστηρίζει ότι «το μέρος των δηλώσεων που αφορά μαρτυρία ή δηλώσεις του αποβιώσαντος Ανδρέα Βγενόπουλου προς τον μάρτυρα, συνιστά εμφανώς εξ ακοής μαρτυρία, ώστε να τίθεται το ερώτημα περί του κατά πόσο επιτρέπεται η αποδοχή δηλώσεως τεθνεώτος προσώπου δυνάμει του άρθρου 24 του Νόμου 32(I)/04 ως προς τη συνταγματικότητα του άρθρου αυτού εις τέτοιες περιπτώσεις».
«Τούτο διότι», όπως εξήγησε, «είναι εντελώς αδύνατο να αντεξεταστθεί ο νεκρός του οποίου η μαρτυρία παρουσιάζεται ενώπιον του Δικαστηρίου μέσω άλλου προσώπου όπως συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση».
Ο κ. Ευσταθίου αναφέρει στην αγόρευση του ότι το ίδιο θέμα ήγειρε στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Σταύρος Μιχαήλ ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λεμεσού, πρόεδρος του οποίου ήταν ο σημερινός Γενικός Εισαγγελέας Κώστας Κληρίδης. Ο κ. Ευσταθίου υποστήριξε ότι ο κ. Κληρίδης «ασχολήθηκε διεξοδικά με το θέμα αυτό σε μια εμπεριστατωμένη ανάλυση στην οποία προέβη, με κατάληξη ότι τέτοιου είδους μαρτυρίες δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές κατά την εκδίκαση ποινικών υποθέσεων».
Ο κ. Ευσταθίου αναφέρει ότι «υιοθετούμε την κατάληξη στην οποία προέβη το Κακουργιοδικείο, ότι δηλαδή η επιχειρούμενη εισαγωγή της μαρτυρίας στα πρακτικά του δικαστηρίου παραβιάζει εμφανώς το δικαίωμα της αντεξετάσεως που έχει ο κάθε κατηγορούμενος σε μια ποινική διαδικασία» ως επίσης «τις παρατιθέμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι οποίες εδραιώνουν το δικαίωμα της αντεξέτασης ως συστατικό στοιχείο της δίκαιης δίκης».
Σε ό,τι αφορά τον τροποποιητικό νόμο 32(Ι)/2004, ο κ. Ευσταθίου αναφέρει, μεταξύ άλλων, στη γραπτή του αγόρευση ότι «ουσιαστικά ο τρόπος που είναι διατυπωμένος ο νόμος δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ότι η εξ ακοής μαρτυρία είναι αποδεκτή σε κάθε ποινική υπόθεση», σημειώνοντας ότι το δικαστήριο «έχει το δικαίωμα, ασκώντας τη διακριτική του εξουσία, να μην αποδεχθεί την εξ ακοής μαρτυρία που παρατίθεται ενώπιον του, εάν κρίνει ότι τούτο εξυπηρετεί τους σκοπούς της ορθής απονομής της δικαιοσύνης».
Σε ό,τι αφορά στην ένσταση περί κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, ο κ. Ευσταθίου είπε ότι «επέστη ο χρόνος όπως το δικαστήριο ασκήσει την διακριτική του εξουσία να μην αποδεχθεί την μαρτυρία αυτή λόγω του ότι το σύνολο των περιστάσεων που έχουν παρατεθεί ενώπιον του δικαστηρίου θα συνιστούσαν κατάχρηση δικαστικής εξουσίας».
Ο κ. Ευσταθίου είπε ότι ο κ. Κιζουρίδης υπήρξε συγκατηγορούμενος με τους υπόλοιπους κατηγορούμενους και πώς μέσα στα πλαίσια αυτής της διαδικασίας έλαβε γνώση όλου του μαρτυρικού υλικού, αντεξέτασε μάρτυρες κατηγορίας και συμμετείχε ενεργώς, και μάλιστα αυτοπροσώπως στη διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου».
Δηλαδή, όπως υποστήριξε, «ενώ αποτελεί την πάγια πρακτική ένας μάρτυρας να μην γνωρίζει τι ακριβώς κατέθεσε άλλος μάρτυρας, για να μην μολυνθεί η ποιότητα της μαρτυρίας του, αυτός δηλώνει απερίφραστα ότι μετά που άκουσε τα γεγονότα και μελέτησε το μαρτυρικό υλικό θέλει να πει την αλήθεια σήμερα σε αντίθεση προς τα όσα είπε προηγουμένως στην Αστυνομία».
Ο κ. Ευσταθίου ανέφερε ότι κατά την ακροαματική διαδικασία της Τρίτης επρόκειτο να καταθέσουν 11 μάρτυρες κατηγορίας οι οποίοι θα έδιναν μαρτυρία εναντίον του κ. Κιζουρίδη. «Αντί δε να κληθεί ο πρώτος μάρτυρας της δικασίμου προς κατάθεση, ακούσαμε προς έκπληξη μας από τον εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής ότι στις 16.3.2019[…] ο μάρτυς έδωσε κατάθεση με προφανή σκοπό την ενοχοποίηση των συγκατηγορουμένων του και κατόπιν τούτου, ο Γενικός Εισαγγελέας ζήτησε την απαλλαγή του από το δικαστήριο[…]»
Ο κ. Ευσταθίου ήγειρε επίσης θέμα παραβίασης του δικαιώματος να μην τιμωρείται κάποιος δύο φορές για την ίδια πράξη σε σχέση με τις δύο υποθέσεις που καταχωρήθηκαν εναντίον του κ. Χριστοδούλου και της εταιρείας του και την καταδικαστική απόφαση για το επίδικο ποσό του €1 εκ., προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι «τούτο έγινε εκ προθέσεως και εσκεμμένα στην παρούσα υπόθεση».
Έκανε επίσης λόγο για «εσκεμμένη παραποίηση των γεγονότων» λόγω του ότι στην πρώτη υπόθεση για την οποία καταδικάστηκε ο κ. Χριστοδούλου και η εταιρεία του, ως ημερομηνία λήψεως του €1 εκ. ορίζεται η 27/7/2007, ενώ στη δεύτερη υπόθεση ως ημερομηνία καταβολής του ποσού ορίζεται η περίοδος μεταξύ Φεβρουαρίου του 2006 και 21.9.2009.
Ισχυρίστηκε, επίσης, ότι η επέκταση του χρόνου διαπράξεως του αδικήματος έγινε προς παραπλάνηση των ρουμανικών δικαστικών αρχών με σκοπό την έκδοση του κ. Φόλε στην Κύπρο για να δικαστεί. Ο κ. Ευσταθίου υποστήριξε ακόμη ότι δεν υπάρχει μαρτυρία ότι ο Μιχάλης Ζολώτας βρισκόταν στη Λευκωσία κατά τη κατ’ ισχυρισμό διάπραξη του αδικήματος για το οποίο εκδόθηκε στην Κύπρο.
Ως προς την απαλλαγή του κ. Κιζουρίδη από τις εις βάρος του κατηγορίες και την κλήτευση του ως μάρτυρα κατηγορίας, ο κ. Ευσταθίου αναφέρει στην αγόρευση του ότι «δημιουργεί μια ζοφερή ατμόσφαιρα που περιβάλλει την παρούσα διαδικασία που ισοδυναμεί όχι μόνο με κατάχρηση της δικαστικής διαδικασία αλλά και περιύβριση της δικαστικής αρχής ως εάν η κυπριακή δικαιοσύνη είναι ενταγμένη στην κατηγορία των τριτοκοσμικών χωρών».
Την αγόρευση του κ. Ευσταθίου υιοθέτησαν και οι υπόλοιποι συνήγοροι υπεράσπισης των κατηγορουμένων.
Ο εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής Ανδρέας Αριστείδης ανέφερε ότι η ένσταση για την εξ ακοής μαρτυρία είναι πρόωρη διότι δεν μπορεί να εγείρεται γενικά αλλά μετά από παρουσίαση των δηλώσεων, ζητώντας ταυτόχρονα χρόνο προκειμένου να μελετήσει τις ενστάσεις της υπεράσπισης και να απαντήσει ολοκληρωμένα.
Ως εκ τούτου, το δικαστήριο επαναόρισε την υπόθεση για τις 27 Μαρτίου.
Από ΚΥΠΕ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ:
• Εορτολόγιο 27 Δεκεμβρίου: Ποιοι γιορτάζουν σήμερα
Ακολουθήστε το Tothemaonline.com στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις