Ο Διευθύνων Σύμβουλος της Grant Thornton Ελλάδος Βασίλης Καζάς κατέθεσε στη δίκη της Λαϊκής.
Τη θέση ότι στις οικονομικές καταστάσεις της Λαϊκής Τράπεζας για την εννιαμηνιαία περίοδο που έληξε στις 30/9/2011 δεν θα ήταν δυνατόν να δημοσιευθούν οιαδήποτε στοιχεία τα οποία ενείχαν αβεβαιότητα και θα οδηγούσαν σε μη βεβαιωμένες εκτιμήσεις, οι οποίες θα μεταβάλλονταν στο μέλλον και κατά συνέπεια θα οδηγούσαν σε λανθασμένες εκτιμήσεις του επενδυτικού κοινού, εξέφρασε σήμερα ο Διευθύνων Σύμβουλος της Grant Thornton Ελλάδος Βασίλης Καζάς.
Ο κ. Καζάς κατέθεσε ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας ως μάρτυρας υπεράσπισης του τότε Διευθύνοντα Σύμβουλου της Τράπεζας Ευθύμιου Μπουλούτα, εκ των κατηγορουμένων στην ποινική υπόθεση εναντίον υψηλόβαθμων στελεχών της Λαϊκής, στο πλαίσιο της απολογίας του κ. Μπουλούτα.
Η Grant Thornton Ελλάδος, όπως ανέφερε, διενήργησε τον έλεγχο των οικονομικών καταστάσεων της Λαϊκής κατά την επίδικη περίοδο, σύμφωνα με τα Διεθνή Πρότυπα Ελέγχου, με στόχο την διακρίβωση του κατά πόσον οι οικονομικές καταστάσεις απεικόνιζαν με πληρότητα και σαφήνεια την οικονομική θέση της εταιρίας και τα αποτελέσματα των εργασιών της, καθώς και τις μεταβολές των ιδίων κεφαλαίων και τις ταμειακές ροές των εν λόγω χρήσεων, σύμφωνα με τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα που έχουν υιοθετηθεί από την ΕΕ.
Ανέφερε ότι η Τράπεζα προχώρησε στην δημοσίευση Χρηματοοικονομικών καταστάσεων εννεάμηνου του 2011, χωρίς να έχει προχωρήσει σε κάποια απομείωση της υπεραξίας των ελληνικών εργασιών, προσθέτοντας ότι η Τράπεζα όπως και όλες οι συστημικές τράπεζες της Ελλάδος δεν προχώρησε επίσης σε απομείωση των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου ελλείψει κάθε αξιόπιστης εκτίμησης της ενδεχόμενης επίδρασης του PSI+ για σκοπούς υπολογισμού της απομείωσης.
Ο κ. Καζάς είπε ότι «ήταν εύλογο και αναμενόμενο η οποιαδήποτε απομείωση των ελληνικών δραστηριοτήτων της Τράπεζας, να εξαρτάται άμεσα, από την επίπτωση που θα είχε οποιαδήποτε απομείωση των ελληνικών ομολόγων του ελληνικού δημοσίου, συνεπεία της θέσης της Τράπεζας στα εν λόγω ομόλογα».
Επομένως, πρόσθεσε, « ήταν εύλογο να αναμένει κανείς να διαμορφωθούν εκείνα τα γεγονότα που θα επέτρεπαν τον αξιόπιστο υπολογισμό της απομείωσης των ΟΕΔ ώστε να μπορεί σε αυτή τη βάση να διενεργήσει τον έλεγχο απομείωσης και να υπολογίσει αξιόπιστα τυχόν απομείωση της υπεραξίας».
«Οποιαδήποτε προσπάθεια να διενεργήσει η Διοίκηση αντίστοιχο έλεγχο στα πλαίσια των ενιάμηνων λογαριασμών του 2011, θα ήταν επιπόλαια εκ μέρους της, καθώς δεν υπήρχαν στοιχεία που να επιτρέπουν μια αξιόπιστη εκτίμηση», υποστήριξε.
Είπε επίσης ότι «εξαιτίας της πλήρους αβεβαιότητας σε σχέση με τους όρους του PSI+ αποφασίστηκε όπως καμία ελληνική τράπεζα να μην προβεί σε οποιαδήποτε περαιτέρω (πέραν όσης έλαβαν στις 30/6/2011) απομείωση ομολόγων ελληνικού δημοσίου γνωστοποιώντας όμως υπό μορφή σημείωσης το γεγονός αυτό στις χρηματοοικονομικές τους καταστάσεις στις 30/9/2011. Αυτή η προσέγγιση ήταν κατά τη γνώμη μου απόλυτα σύμφωνη με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα», συμπλήρωσε.
Εξέφρασε επίσης την άποψη ότι «όταν δεν υπάρχει αξιόπιστος τρόπος υπολογισμού μιας επίδρασης, η καταγραφή σημείωσης στις οικονομικές καταστάσεις είναι ενδεδειγμένος τρόπος συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων».
Ανέφερε ότι «η σημείωση 10 της Τράπεζας στις οικονομικές καταστάσεις 30/9/2011 κινείται στα πλαίσια της σημείωσης που είχαν εγγράψει και οι λοιπές ελληνικές τράπεζες εκείνη την χρονική περίοδο, αναγνωρίζοντας το πιθανό ζημιογόνο γεγονός αλλά κάνοντας ρητή αναφορά ότι με τις μέχρι εκείνη τη στιγμή διαθέσιμες πληροφορίες αδυνατούσαν να προβούν σε αξιόπιστη εκτίμηση των επιπτώσεων, αναφέροντας ότι οι επιπτώσεις διαφαίνονταν να έχουν ξεκαθαριστεί αργότερα για να συμπεριληφθούν στις οικονομικές καταστάσεις 31/1/2011».
Επομένως, συνέχισε, « δεν τίθεται κανένα θέμα παραπληροφόρησης του επενδυτικού κοινού καθότι όλοι γνώριζαν τα γεγονότα και ήξεραν ότι θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην κερδοφορία και την κεφαλαιακή θέση των Τραπεζών».
Ο κ. Καζάς συμφώνησε και συμφωνεί, όπως είπε, με την άποψη του κ. Μπουλούτα ότι «δεν υπήρχε αξιόπιστη εκτίμηση της απομείωσης υπεράξιας και μου ανέφερε την άποψη του ότι η απομείωση υπεραξίας και η απομείωση των ΟΕΔ θα έπρεπε να συμπέσουν καθότι το ένα είναι απολύτως συνυφασμένο με το άλλο» γιατί, όπως εξήγησε, « αν δεν γνωρίζεις την απομείωση των ΟΕΔ δεν μπορείς να υπολογίσεις την απομείωση υπεραξίας».
Ανέφερε ότι «οι εκτιμήσεις της Διοίκησης οφείλουν, σύμφωνα με τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, να βασίζονται σε εύλογες και επαρκώς τεκμηριωμένες παραδοχές», σημειώνοντας ότι «ορθά η Τράπεζα δεν μπορούσε να περιλάβει ένα τυχαίο αριθμό στις οικονομικές καταστάσεις. Οι συνέπειες προς τη διοίκηση της Τράπεζας θα ήταν καταστροφικές σε περίπτωση που αποδεικνυόταν ότι οι αριθμοί που χρησιμοποιήθηκαν δεν μπορούσαν να υποστηριχθούν με μεθοδολογία», υποστήριξε.
Καταλήγοντας είπε ότι «κατά το χρόνο κατάρτισης των χρηματοοικονομικών καταστάσεων του εννιαμήνου η Διοίκηση δεν ήταν υποχρεωμένη να διενεργήσει αναλυτικό έλεγχο απομείωσης από τη στιγμή που δεν είχε στην διάθεση της το σύνολο της απαιτούμενης πληροφόρησής που θα είχε ως συνέπεια την παραγωγή μη αξιόπιστων εκτιμήσεων».
Κατηγορούμενοι στην υπόθεση είναι, εκτός από τον Ευθύμιος Μπουλούτα, ο Αναπληρωτής Διευθύνων Σύμβουλος Παναγιώτης Κουννής, ο μη εκτελεστικός Αντιπρόεδρος Νεοκλής Λυσάνδρου και το μη εκτελεστικό μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου Μάρκος Φόρος.
Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας με ενδιάμεση απόφαση του στις 21/03/2018 αποφάσισε ότι η Κατηγορούσα Αρχή έχει καταφέρει να αποδείξει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον των κατηγορουμένων σε σχέση και με τις δύο κατηγορίες που αντιμετωπίζουν καλώντας τους σε απολογία.
Οι κατηγορούμενοι αντιμετωπίζουν από κοινού δύο κατηγορίες.
Η πρώτη κατηγορία αφορά το αδίκημα της χειραγώγησης της αγοράς, κατά παράβαση του άρθρου 19, ως εξειδικεύεται από το άρθρο 20(1)(γ), και του άρθρου 23(3)(α) και (β) και (4)(α) του περί των Πράξεων Προσώπων που Κατέχουν Εμπιστευτικές Πληροφορίες και των Πράξεων Χειραγώγησης της Αγοράς (Κατάχρηση Αγοράς) Ν.116(Ι)/05, καθώς επίσης και του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Η δεύτερη κατηγορία αφορά το αδίκημα των ψευδών ή παραπλανητικών στοιχείων και πληροφοριών ή απόκρυψης, κατά παράβαση του άρθρου 40(1), (3), (4) και (6) του περί των Προϋποθέσεων Διαφάνειας (Κινητές Αξίες προς Διαπραγμάτευση σε Ρυθμιζόμενη Αγορά) Ν.190(Ι)/07.
Για όλους τους κατηγορούμενους ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας μέχρι αποδείξεως της ενοχής τους από το δικαστήριο πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Από ΚΥΠΕ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ:
• Απόφαση-Σοκ από το Ηνωμένο Βασίλειο: Με ηλεκτρονική Visa η είσοδος στη χώρα
• Τέσσερα πράγματα που ποτέ δεν πρέπει να αναζητήσεις στην Google - Ο λόγος
Ακολουθήστε το Tothemaonline.com στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις