Γνώριμος των κυπριακών γηπέδων ο Πορτογάλος κεντρικός αμυντικός του Άρη Θεσσαλονίκης, Ούγκο Σόουζα. Ήταν παίκτης της ΑΕΛ το 2012 και τη σεζόν 2012-2013 στην ΑΕΠ Πάφου. Ο Σόουζα έδωσε μία ενδιαφέρουσα συνέντευξη και αναδημοσιεύεται στην ιστοσελίδα gazzetta.gr
Αναλυτικά:
«Ο Ούγκο Σόουζα ξεδιπλώνει στο G-Weekend το κουβάρι της ζωής του! Θυμήθηκε τα δύσκολα παιδικά χρόνια του αλλά και τις καλοκαιρινές διακοπές του που τον βοήθησαν να αντιληφθεί το μέγεθος του συλλόγου Άρη.
Η πρώτη συνάντηση με τον Ούγκο Σόουζα έγινε πριν από ακριβώς έναν χρόνο. Σε ξενοδοχείο στην περιοχή του Πανοράματος στη Θεσσαλονίκη, λίγο πριν υπογράψει το συμβόλαιό του με τον Άρη. Τότε έδειχνε λίγο φοβισμένος, ένιωθε ότι είχε ραντεβού με το άγνωστο. Τότε επίσης, ελάχιστοι γνώριζαν το βιογραφικό του, πολλοί περισσότεροι δε, δεν θα μπορούσαν να φανταστούν ότι ο Πορτογάλος θα εξελισσόταν στην πιο σταθερή αγωνιστική αξία της ομάδας. Ο ίδιος προετοιμαζόταν ψυχολογικά για μια νέα περιπέτεια. Έχει ζήσει μπόλικες από δαύτες. Βλέπετε, δεν είναι μικρό πράγμα να μεγαλώνει ένα παιδί σε απόσταση κάποιων χιλιάδων χιλιομέτρων από την οικογένειά του.
Γενικά είναι ήρεμος άνθρωπος και προπάντων ρεαλιστής. Συμβιβάστηκε με τις δυσκολίες της ζωής και τις αντιμετώπισε με ωριμότητα ενήλικα παρότι ήταν σε παιδική ηλικία. Έχει ζήσει την απόλυτη φτώχεια, στερήθηκε πολλά ως παιδί, αλλά αυτές οι δυσκολίες τον χαλύβδωναν και τον ανάγκασαν να προσηλωθεί στον στόχο του.
«Είχα δύσκολη παιδική ηλικία. Ο πατέρας μου έπαιζε ποδόσφαιρο αλλά όχι σε υψηλό επίπεδο. Οικονομικά, μετά από ένα σημείο αντιμετωπίσαμε πολύ σοβαρά προβλήματα, στερούμασταν και τα στοιχειώδη. Έτσι, για ένα διάστημα πήγαμε και ζήσαμε με τον παππού και τη γιαγιά μου. Αυτή η κατάσταση δεν μπορούσε να συνεχιστεί κι έτσι ο πατέρας μου πήρε την απόφαση να πάει στο Λουξεμβούργο. Είχε βρει μια δουλειά ως μπάρμαν και μετακόμισε εκεί. Μετά από μικρό διάστημα τον ακολούθησε και η μητέρα μου γιατί κι αυτή είχε μείνει χωρίς δουλειά, όπως και ο αδερφός μου. Τότε εγώ ήμουν 13 χρονών».
Είχε δύο επιλογές. Είτε να ακολουθήσει τους γονείς του στο Λουξεμβούργο, είτε να επικεντρωθεί στο όνειρό του. «Τότε ήμουν στις ακαδημίες της Πόρτο. Θεωρούμουν από τα μεγαλύτερα ταλέντα του συλλόγου κι όταν οι γονείς μου αποφάσισαν να πάνε στο Λουξεμβούργο, οι άνθρωποι της Πόρτο τους εξήγησαν για το ταλέντο μου. Τους είπαν ότι θα αναλάβουν αυτοί όλα τα έξοδα, ότι μπορώ να γίνω επαγγελματίας και να κάνω καριέρα που θα εξασφαλίσει τους πάντες. Έτσι οι γονείς μου έδωσαν την άδειά τους κι εγώ μεγάλωσα μέσα στην ακαδημία της Πόρτο. Με βοήθησε απίστευτα και ήταν η δεύτερη οικογένειά μου. Ήταν βέβαια μια εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση για μένα, αλλά είδα ότι μέσα από το ποδόσφαιρο θα μπορούσα να πετύχω τους στόχους μου και να βοηθήσω την οικογένειά μου».
Λόγω συνθηκών, ο Σόουζα κλείστηκε περισσότερο στον εαυτό του. Δεν είχε το πλεονέκτημα της συζήτησης, της πατρικής συμβουλής, της συμβίωσης με την οικογένειά του. «Δίπλα μου ήταν πάντα ο Θεός. Ξέρεις, μεγάλωσα σε γκέτο, είδα φίλους μου να παίρνουν τον στραβό τον δρόμο, αλλά στην κρίσιμη στιγμή φρόντισα να κάνω τη σωστή επιλογή, να πάρω τη σωστή απόφαση.
Το καλό για μένα ήταν ότι, από μικρή ηλικία ήξερα τι ήθελα να κάνω στη ζωή μου. Είχα αποφασίσει να ακολουθήσω τον δρόμο του ποδοσφαίρου. Δεν ήταν εύκολο. Να μην έχεις δίπλα σου την οικογένειά σου. Να σου δώσει μια συμβουλή, να μιλήσεις για ένα πρόβλημά σου. Κάποιες φορές πήγαινα στο Λουξεμβούργο με έξοδα της Πόρτο για να δω την οικογένειά μου. Γι’ αυτό είπα ότι η Πόρτο είναι σημαντικό κεφάλαιο στη ζωή μου, έχει απεριόριστο σεβασμό στον σύλλογο και στους ανθρώπους του».
Η ζωή στην ακαδημία της Πόρτο
Στην ακαδημία της Πόρτο έζησε μέχρι τα 18. «Το πρόγραμμά μου περιλάμβανε προπόνηση και σχολείο. Υπήρχαν 20-25 σπίτια, κάποια από αυτά ήταν για τέσσερα άτομα, άλλα για ένα. Αναλόγως της ηλικίας των παιδιών. Εκεί ήταν παίκτες από τη Βραζιλία, την Αργεντινή, την Κολομβία. Η Πόρτο μου έδινε χρήματα για τις ανάγκες μου, ήξερε την κατάστασή μου. Έκανα πολύ παρέα με τον Χουλκ».
Στην πραγματικότητα, η Πόρτο έκανε αυτό που κάνουν αρκετοί σύλλογοι, κυρίως αυτοί που στηρίζουν τη βιωσιμότητά τους στην παραγωγική διαδικασία. «Ασφαλώς και θέλει να κερδίσει από εσένα. Πληρώνει τα πάντα και είναι φυσιολογικό να θέλει να κάνει απόσβεση της επένδυσης. Πολλά παιδιά όμως εξασφαλίζουν πράγματα τα οποία υπό διαφορετικές συνθήκες δεν θα μπορούσαν να φανταστούν».
Με την ενηλικίωσή του ο Σόουζα είτε θα έπρεπε να προαχθεί στην πρώτη ομάδα της Πόρτο είτε να αναζητήσει άλλη ομάδα για να συνεχίσει την καριέρα του. Το πρώτο ενδεχόμενο δεν συγκέντρωνε πιθανότητες κι έτσι από το πουθενά ταξίδεψε στη Ρουμανία. Τότε (2011) προπονητής στην Μπρασόφ ήταν ο Αντόνιο Κονσεϊσάο. «Ήταν μια δύσκολη απόφαση γιατί ήμουν μόλις 19 χρονών σε μια ξένη χώρα και δεν μιλούσα αγγλικά. Δεν ήμουν έτοιμος για κάτι τόσο δύσκολο. Συν τοις άλλοις, μετά από μικρό διάστημα ο προπονητής έφυγε από την ομάδα κι εγώ έμεινε εκεί. Έτσι πήγα στη Λεμεσό. Κατακτήσαμε το Πρωτάθλημα αλλά εγώ δεν είχα χρόνο συμμετοχής. Γι’ αυτόν τον λόγο πήγα στην Πάφο, για να πάρω περισσότερα παιχνίδια στα πόδια μου».
«Η τύχη που δεν είχα»
Το δυσκολότερο, ίσως, κομμάτι που είχε να διαχειριστεί ήταν ο συμβιβασμός με την πραγματικότητα. Γιατί… «στην Πορτογαλία πίστευαν πολύ στο ταλέντο μου, εκτιμούσαν ότι θα πήγαινα ψηλά. Στο ποδόσφαιρο πρέπει να βρεθεί στο κατάλληλο μέρος, στην κατάλληλη στιγμή. Θέλει και τύχη. Γι’ αυτό πολλοί καλοί παίκτες δεν έχουν καταφέρει να φτάσουν σε υψηλό επίπεδο. Είναι θέμα δουλειάς και τύχης. Είναι και ζήτημα αποφάσεων. Θα μπορούσα, κάποια πράγματα, να τα είχα διαχειριστεί καλύτερα. Δεν είχα τύχη, πήρα και κάποιος λανθασμένες αποφάσεις».
Η αποχώρηση από την Κύπρο συνδυάστηκε με την επιστροφή του στην Πορτογαλία. Τότε στη Σπόρτιγκ Λισαβόνας ήταν ο Λεονάρντο Ζαρντίμ ο οποία είχε ιδία άποψη για τον Σόουζα. «Η Σπόρτιγκ είναι ένα μεγάλο κλαμπ και μου έδωσε τη δυνατότητα της επιστροφής. Ήξερα το μέγεθος του συλλόγου και το επιβεβαίωσα βλέποντας τις ακαδημίες του, τον τρόπο λειτουργίας του. Για τον Ζαρντίμ τρέφω μεγάλο σεβασμό. Έμαθα πολλά πράγματα. Πήγα στη Σπόρτιγκ με την προοπτική να παίξω μια χρονιά στη δεύτερη ομάδα και μετά να προαχθώ στην πρώτη. Ωστόσο, στο τέλος της χρονιάς αποχώρησε ο Ζαρντίμ και ανέλαβε ο Μάρκο Σίλβα. Δεν ήμουν στα πλάνα του για την πρώτη ομάδα, συζήτησα με τον αθλητικό διευθυντή και καταλήξαμε στην απόφαση ότι ήταν προτιμότερο να πάω στο Βέλγιο».
Το ιατρικό σφάλμα στο Βέλγιο
Η αλήθεια είναι ότι στην πρώτη του χρονιά στην Μπέβερεν (ψυχολογικά) ένιωσε πιο γεμάτος από πότε. Ήταν ίσως η μοναδική περίοδος όπου πίστεψε ότι μπήκε στο μονοπάτι της καταξίωσης. «Η πρώτη μου σεζόν ήταν καταπληκτική. Σ’ ένα μεγάλο κλαμπ το οποίο λειτουργούσε απόλυτα επαγγελματικά, σε καλό πρωτάθλημα, με γεμάτα γήπεδα. Στο Βέλγιο ήμουν έτοιμος να διαχειριστώ τα πάντα».
Το καλοκαίρι του 2015, για πρώτη φορά, ο Σόουζα ένιωσε περιζήτητος. Γιατί εκδήλωσαν ενδιαφέρον ομάδες από την Τουρκία, το Ισραήλ αλλά και από τα δικά μας λημέρια, τη Σούπερλιγκα. «Επειδή είχα καλή σεζόν στην Μπέβερεν κι έχοντας συμβόλαιο γι’ ακόμη έναν χρόνο, συναντήθηκα με τον πρόεδρο και συμφωνήσαμε να παραμείνω στην ομάδα, να υπογράψω επέκταση συμβολαίου μέχρι το 2017 και να φύγω το καλοκαίρι του 2016 ούτως ώστε να έχουμε όφελος και οι δύο».
Χρειάζεται όμως και ο παράγοντας «τύχη» και ο Σόουζα δεν την είχε. «Είχα έναν τραυματισμό στον αστράγαλο κι έπρεπε να υποβληθώ σε εγχείριση. Ήξερα εκ των προτέρων ότι θα μείνω εκτός για περίπου 3-4 μήνες. Όταν άρχισα προπονήσεις, ένιωθα πόνους στον αστράγαλο. Αρχικά δεν έδωσα μεγάλη σημασία αλλά όσο περνούσε ο καιρός γινόντουσαν εντονότεροι. Υποβλήθηκε σε εξετάσεις και διαπιστώθηκε ότι ο γιατρός που είχε κάνει την επέμβαση δεν είχε καθαρίσει σωστά την περιοχή με αποτέλεσμα να μολυνθεί. Μου είπαν λοιπόν ότι έπρεπε να ξανακάνω εγχείριση και ότι θα χρειαστεί διάστημα 4-5 μηνών για να επανέλθω. Αυτό ήταν σοκ για μένα. Γιατί λίγους μήνες νωρίτερα είχα απορρίψει πολύ μεγάλη πρόταση από την Τουρκία και κινδύνευα να χάσω όλη τη χρονιά. Δεν είχα άλλη επιλογή από τη δεύτερη επέμβαση.
Τελικώς, γύρισα έξι αγώνες πριν το τέλος του Πρωταθλήματος. Τότε όμως ο πρόεδρος της ομάδας μου είπε ότι λόγω του τραυματισμού που αντιμετώπισα, θα έπρεπε να δεχθώ μεγάλη μείωση αποδοχών για να μείνω στην ομάδα. Δεν το δέχθηκα. Είχαμε κάνει άλλη συμφωνία».
Ο ρόλος του Ίλια Ίβιτς και ο ερχομός του στον Άρη
Κάπως έτσι έκλεισε ο κύκλος του στο Βέλγιο με ανάμικτα συναισθήματα. Την προσδοκία και τη βεβαιότητα για το μέλλον – έπειτα από την πρώτη χρονιά – και το απόλυτο… ξεκρέμασμα μετά τη δεύτερη. Το συμβόλαιό του με την Μπέβερεν έληξε στις 31 Ιουλίου 2016. Οι μήνες που μεσολάβησαν μέχρι τον Ιανουάριο του 2017 πέρασαν ανεκμετάλλευτοι. Ίσως ο ίδιος δεν ήθελε να μπει σε διαδικασία μιας νέας αγωνιστικής περιπέτεια με συνέπεια να απορρίψει προτάσεις από το Ισραήλ. Τότε, εμφανίστηκε ο Άρης. «Ο Ίλια (Ίβιτς) μου μίλησε για τον Άρη. Έχουμε έναν κοινό φίλο στην Κύπρο. Για να είμαι ειλικρινής, όταν άκουσα για τη δεύτερη κατηγορία του ελληνικού Πρωταθλήματος, ήμουν αρνητικός. Μετά ο Ίλια μου εξήγησε τα πάντα για τον Άρη. Ότι είναι ένα μεγάλο κλαμπ, με συμμετοχές και διακρίσεις στο Europa Leagueτο οποίο βρίσκεται σε περίοδο ανάκαμψης. Μίλησα με την οικογένειά μου και μου είπε κάτι ο πατέρας μου. Ένιωσα ότι υπάρχει κάτι κοινό μεταξύ εμού και του Άρη. Μου είπε ότι κι εσύ θεωρούσουν μεγάλο ταλέντο, δεν έκανες την καριέρα που ήθελε, θέλει να ανακάμψεις αλλά για να πάρεις φόρα θα πρέπει να κάνεις δύο βήματα πίσω. Το πρώτο επίσημο παιχνίδι μου ήταν με τον Ολυμπιακό στο Χαριλάου, με 16-17 χιλιάδες κόσμο στο γήπεδο. Για μένα ήταν ένα καταπληκτικό καλωσόρισμα. Εκεί κατάλαβα όλα όσα μου είπε ο Ίλια, το μέγεθος του Άρη, αλλά και το επίπεδο της ευθύνης». Σε προφορική επίπεδο, η συμφωνία του Πορτογάλου με τον Άρη περιλάμβανε την επέκταση της συνεργασίας (το καλοκαίρι του 2017) εφόσον η ομάδα προαχθεί στη Σούπερλιγκα. Αυτό δεν έγινε και ο Σόουζα είχε έντονη αμφιβολία για το κατά πόσο θα έπρεπε να μείνει στη Θεσσαλονίκη. «Πιο κοντινό ήταν το ενδεχόμενο να φύγω. Η αλήθεια είναι ότι με κράτησε ο κόσμος. Ήμουν απογοητευμένος επειδή δεν πετύχαμε τον στόχο μας, ένιωθα πολύ περισσότερο τον φόβο του να παραμείνω στάσιμος, ότι τα χρόνια περνάνε. Είχα προτάσεις από το Βέλγιο. Μίλησα με τον ατζέντη μου, μου είπε ότι ήταν προτιμότερο να μείνω στην Ελλάδα ούτως ώστε αν χρειαστεί να υπογράψω σε μια ομάδα να μην το καθυστερήσουμε. Πήγα στη Μύκονο και με ήξερε όλος ο κόσμος. Ερχόντουσαν πολλοί φίλοι του Άρη, μου εξέφραζαν την αγάπη τους, πόσο χαρούμενοι είναι που είμαι στην ομάδα. Μετά πήγα στην Κρήτη, το ίδιο. Ήξερα ότι ο Άρης είναι μεγάλο κλαμπ, αλλά αυτό που είδα ήταν μοναδικό. Οι οπαδοί του Άρη θέλουν από τον ποδοσφαιριστή να παλεύει για την ομάδα του, γι’ αυτούς που είναι στην κερκίδα. Αυτό κάνω, αυτό εκτίμησαν. Εκεί αποφάσισα να μείνω στην ομάδα, μίλησα με τον πρόεδρο (σ. σ. Καρυπίδης) και συμφωνήσαμε». Η αλήθεια είναι ότι υπάρχει ένα ακόμη πρόσωπο που έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην απόφαση του Πορτογάλου. Ο Ντάρσι Νέτο. Είναι ο καλύτερος φίλος του στη Θεσσαλονίκη, ένας άνθρωπος που ήρθε στο πλαίσιο μιας επαγγελματικής απόφασης, αλλά το δέσιμό του με τους «κίτρινους» είναι σπάνιο. «Ο Ντάρσι έχει αρρώστια με τον Άρη. Νομίζω ότι τα δικά του λόγια ήταν πολύ σημαντικά στην απόφαση της παραμονής μου στον Άρη. Μου είπε, ‘έπαιξε πέντε μήνες, εισέπραξες σεβασμό και αγάπη, εγώ ξέρω παίκτες που έπαιξαν στον Άρη 2-3 χρόνια και δεν έχουν τέτοιο σεβασμό». Πλέον οι δύο πλευρές επέστρεψαν στο ίδιο σημείο εκκίνησης καθώς συζητούν την προοπτική υπογραφής νέου συμβολαίου. Η πρόταση του Άρη περιλαμβάνει συνεργασία μέχρι το καλοκαίρι του 2021, δηλαδή συμβόλαιο διάρκειας 2½ χρόνων. Ο Σόουζα έχει προτάσεις και από ελληνικές ομάδες (σ. σ. ήδη είναι γνωστό το ενδιαφέρον του Ατρόμητου), ενώ η προοπτική του Βελγίου παραμένει ανοιχτή καθώς εκεί «έχτισε» όνομα και κέρδισε σεβασμό. Δεν ήταν σε θέση να εξωτερικεύσει τις σκέψεις του. Είναι λογικό καθώς βρίσκεται εν μέσω διαπραγμάτευσης καθώς οι συζητήσεις έχουν προχωρήσει». «Με κράτησε ο κόσμος»
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ:
• Θλίψη στο κυπριακό ποδόσφαιρο - «Έφυγε» ο Σάμπουριτς
Ακολουθήστε το Tothemaonline.com στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις