Έφυγε από την ζωή πλήρης ημερών σε ηλικία 90 ετών, ο καθηγητής φιλολογίας, ποιητής, πεζογράφος, κριτικός λογοτεχνίας και δοκιμιογράφος Κώστας Στεργιόπουλος, ένας από τους σημαντικότερους μελετητές της νεοελληνική λογοτεχνίας.
Ο εκλιπών γεννήθηκε στην Αθήνα το 1926, σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εκπόνησε την διδακτορική του διατριβή στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Εργάστηκε αρχικά στην Μέση Εκπαίδευση και στην συνέχεια ως βοηθός στην έδρα Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών (1966-1969) και στο Σπουδαστήριο Βυζαντινής και Νεοελληνικής Φιλολογίας του ίδιου πανεπιστημίου, μέχρι το 1972, οπότε παύτηκε από την χούντα. Μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας υπηρέτησε ως καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων (1974-1984) και το 1986 αναγορεύτηκε ομότιμος καθηγητής.
Στην λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1949 με την ποιητική συλλογή «Χινοπωρινά». Από τις ποιητικές συλλογές του ξεχώρισαν «Τα τοπία του φεγγαριού», «Η σκιά και το φως», «Το χάραμα του μύθου», « Ο κίνδυνος», «Τα τοπία του ήλιου», «Έκλειψη» και «Αλλαγή φωτισμού».
Συνεργάστηκε ως κριτικός της λογοτεχνίας με τα περιοδικά «Ξεκίνημα» (1946-1947) και «Εποχές» (1963-1967), όπως και με την εφημερίδα «Νίκη» (1962-1963).
Από τα κριτικά έργα και τα μελετήματα του σημαντικά είναι: «Ο Τέλλος `Αγρας και το πνεύμα της παρακμής», «Από το συμβολισμό στη Νέα ποίηση», «Οι επιδράσεις στο έργο του Καρυωτάκη» και «Από τον Κάλβο στον Παπατσώνη».
Επίσης, εξέδωσε σε έξι τόμους τα «Κριτικά» του Τέλλου Άγρα, «ο εντοπισμός, η συγκέντρωση και η φιλολογική φροντίδα των οποίων αποτέλεσε έργο ζωής» για τον ίδιο, όπως αναφέρει σε ανακοίνωσή της η Εταιρεία Συγγραφέων, της οποίας διατέλεσε πρώτος πρόεδρος.
Ο Στεργιόπουλος τιμήθηκε, μεταξύ άλλων, με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1961), το Α`Κρατικό Βραβείο Κριτικής Μελέτης Δοκιμίου (1974), το Α` Κρατικό Βραβείο Ποίησης ( 1993) και το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας το 2004.
Η Εταιρεία Συγγραφέων αποχαιρέτησε το επίλεκτο μέλος της με το ποίημά του «Ξαναγυρίζουμε» από την ποιητική συλλογή Από «Τα Τοπία του Ήλιου» (1971).
Ξαναγυρίζουμε
Ξαναγυρίζουμε στην εποχή του χαλκού
και του λίθου.
Κυκλοφορούμε ανάμεσα στα τελευταία μαμούθ,
με ξύλινα ρόπαλα και δέρματα ζώων,
κυνηγώντας το ρένο και τον τάρανδο,
ανάβοντας δαδιά και λυχνάρια, για να φωτίσουμε
τις τρώγλες μας,
πασχίζοντας πάνω σε κέρατα και κόκαλα
να ιστορήσουμε τη ζωή μας.
Ξαναγυρίζουμε στην εποχή των παγετώνων,
στη μεγάλη αδράνεια.
Ο ήλιος δεν μπορεί να λιώσει τους πάγους μας,
δεν μπαίνει απ’ τα παράθυρα μας.
Ξάφνου φουντώνει σα σβηστή φωτιά
μας καίει τα βλέφαρα,
κι ώσπου να λάμψει,
βυθίζεται ξανά στο υπερπόντιο χάος.
Αποτραβιόμαστε στα σκοτεινά μας σπήλαια·
Βουλιάζουμε στην προϊστορική νύχτα.
Ζώα θηριόμορφα, που μόλις σέρνονται στη γη
βγαίνοντας απ’ το τέλμα τους,
ιπτάμενα ερπετά,
υδρόβια σαρκοφάγα, πτεροδάκτυλα
μαρτυρούνε το πέρασμα μας.
Ξαναγυρίζουμε στην εποχή των θαλάσσιων τεράτων.
Πηγή: ΚΥΠΕ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ:
• Βέφα Αλεξιάδου: Πέθανε σε ηλικία 91 ετών η αγαπημένη μαγείρισσα
Ακολουθήστε το Tothemaonline.com στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις