Η αντίδραση στις αγορές μετοχών της Μέσης Ανατολής, οι οποίες λειτουργούν τις Κυριακές, έδειξε πως οι επενδυτές υιοθέτησαν ένα πιο ήπιο σενάριο, παρότι το Ιράν ενέτεινε τις επιθέσεις με πυραύλους εναντίον του Ισραήλ ως απάντηση στην αιφνίδια και εκτεταμένη εμπλοκή των ΗΠΑ στη σύγκρουση.
Ο Αμερικανός Πρόεδρος, Ντόλαντ Τραμπ, χαρακτήρισε την επίθεση "εντυπωσιακή στρατιωτική επιτυχία" σε τηλεοπτικό διάγγελμα προς το έθνος και δήλωσε πως οι "κύριες πυρηνικές εγκαταστάσεις εμπλουτισμού του Ιράν έχουν ολοκληρωτικά και πλήρως καταστραφεί". Πρόσθεσε ότι οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις θα μπορούσαν να στοχεύσουν και άλλες εγκαταστάσεις στο Ιράν, εάν η χώρα δεν συναινέσει σε ειρηνευτική συμφωνία.
Το Ιράν απάντησε ότι διατηρεί όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά για την άμυνά του και προειδοποίησε για "αιώνιες συνέπειες".
Οι επενδυτές δήλωσαν ότι αναμένουν πως η εμπλοκή των ΗΠΑ θα προκαλέσει πτώση στις αγορές μετοχών και στροφή προς το δολάριο και άλλα ασφαλή καταφύγια όταν ανοίξουν οι κύριες αγορές, αλλά τόνισαν ότι η πορεία της σύγκρουσης παραμένει εξαιρετικά αβέβαιη.
Ένας δείκτης για το πώς θα αντιδράσουν οι αγορές την επόμενη εβδομάδα ήταν η τιμή του ether, του δεύτερου μεγαλύτερου κρυπτονομίσματος και πλέον βαρόμετρου του επενδυτικού κλίματος των λιανικών επενδυτών, μετά το bitcoin που κρατείται πλέον κυρίως από θεσμικούς επενδυτές.
Το ether υποχώρησε κατά 5% την Κυριακή, με συνολικές απώλειες 13% από τις πρώτες ισραηλινές επιθέσεις στο Ιράν στις 13 Ιουνίου.
Ωστόσο, οι περισσότερες αγορές του Κόλπου εμφανίστηκαν αδιάφορες για τις επιθέσεις νωρίς το πρωί, με τους βασικούς δείκτες σε Κατάρ, Σαουδική Αραβία και Κουβέιτ να καταγράφουν μικρή άνοδο, ενώ ο κύριος δείκτης στο Τελ Αβίβ του Ισραήλ κατέγραψε ιστορικό υψηλό.
Ένα βασικό ζήτημα για τις αγορές είναι οι πιθανές επιπτώσεις των εξελίξεων στη Μέση Ανατολή στις τιμές του πετρελαίου και, κατ’ επέκταση, στον πληθωρισμό. Μια άνοδος στον πληθωρισμό θα μπορούσε να αποδυναμώσει την εμπιστοσύνη των καταναλωτών και να μειώσει τις πιθανότητες για άμεσες μειώσεις επιτοκίων.
Το Στενό του Ορμούζ, μεταξύ Ομάν και Ιράν, είναι η κύρια οδός εξαγωγής πετρελαίου για παραγωγούς όπως η Σαουδική Αραβία, τα ΗΑΕ, το Ιράκ και το Κουβέιτ. Αν και το διεθνές προθεσμιακό συμβόλαιο του Brent έχει αυξηθεί έως και 18% από τις 10 Ιουνίου, φτάνοντας την Πέμπτη σε υψηλό πέντε μηνών στα $79,04, ο δείκτης S&P 500 παρέμεινε ουσιαστικά αμετάβλητος μετά από αρχική πτώση όταν το Ισραήλ επιτέθηκε στο Ιράν στις 13 Ιουνίου.
Οι οικονομολόγοι προειδοποιούν ότι μια δραματική άνοδος των τιμών του πετρελαίου θα μπορούσε να πλήξει μια παγκόσμια οικονομία που ήδη πιέζεται από τους δασμούς Τραμπ.
Ωστόσο, σύμφωνα με την ιστορική εμπειρία, οποιαδήποτε πτώση στις μετοχές ενδέχεται να είναι πρόσκαιρη. Σε προηγούμενες κρίσεις στη Μέση Ανατολή, όπως η εισβολή στο Ιράκ το 2003 και οι επιθέσεις στις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις της Σαουδικής Αραβίας το 2019, οι μετοχές υπέστησαν αρχικά απώλειες, αλλά στη συνέχεια ανέκαμψαν και κατέγραψαν άνοδο στους επόμενους μήνες.
Κατά μέσο όρο, ο S&P 500 υποχώρησε 0,3% στις τρεις πρώτες εβδομάδες από την έναρξη μιας σύγκρουσης, αλλά κατέγραψε άνοδο 2,3% δύο μήνες μετά, σύμφωνα με στοιχεία των Wedbush Securities και CapIQ Pro.
Μια κλιμάκωση της σύγκρουσης θα μπορούσε να έχει μικτές επιπτώσεις στο δολάριο ΗΠΑ, το οποίο έχει αποδυναμωθεί φέτος.
Σε περίπτωση άμεσης εμπλοκής των ΗΠΑ στον πόλεμο Ιράν-Ισραήλ, το δολάριο ενδέχεται αρχικά να ενισχυθεί λόγω της στροφής των επενδυτών προς ασφαλή καταφύγια, σύμφωνα με αναλυτές.
Η πλεονάζουσα παγκόσμια προσφορά πετρελαίου περιορίζει τις αυξήσεις τιμών
Οι διεθνείς τιμές του πετρελαίου αυξήθηκαν περίπου 15% ή 10 δολάρια, έως τα 78 δολάρια το βαρέλι, την περασμένη εβδομάδα μετά την επίθεση του Ισραήλ σε στρατιωτικές και πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν που οδήγησε σε έναν ανελέητο πυραυλικό πόλεμο των δύο χωρών.
Πριν 9 μήνες, οι τιμές είχαν αυξηθεί πρόσκαιρα επίσης κατά 10 δολάρια, αλλά τότε οι πυραυλικές επιθέσεις μεταξύ των δύο χωρών ήταν μεμονωμένες και πολύ περιορισμένες σε σχέση με τις σημερινές εχθροπραξίες και τους κινδύνους που απορρέουν από αυτές.
Αντίθετα, πριν τρία χρόνια, μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η τιμή του μπρεντ είχε εκτιναχθεί πάνω από τα 100 δολάρια και παρέμεινε στα επίπεδα αυτά για περισσότερο από ένα εξάμηνο.
Τότε ήταν η προοπτική του εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο από τη Δύση που εκτίναξε τις τιμές, αλλά και η αγορά του αργού βρισκόταν σε μία διαφορετική φάση, με κύριο χαρακτηριστικό τη στενότητα της παγκόσμιας προσφοράς σε σχέση με τη ζήτηση. Οι οικονομίες ανέκαμπταν με ταχύ ρυθμό μετά την κρίση του κορονοϊού, αλλά η προσφορά δυσκολευόταν να ανταποκριθεί. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον υπερβάλλουσας ζήτησης, ο πόλεμος στην Ουκρανία αποτέλεσε τον καταλύτη που απογείωσε τις τιμές και προκάλεσε, σε συνδυασμό με την εκτίναξη των τιμών φυσικού αερίου, ενεργειακό σοκ.
Σήμερα, η κατάσταση στην παγκόσμια αγορά είναι αντίθετη, καθώς η δυναμικότητα προσφοράς είναι σημαντικά μεγαλύτερη από τη ζήτηση, λόγω της επιβράδυνσης της παγκόσμιας οικονομίας που αναμένεται να ενισχυθεί μετά τις αυξήσεις δασμών και τον εμπορικό πόλεμο του Αμερικανού Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ. Ταυτόχρονα, η παραγωγή αργού αυξάνεται από τις χώρες εκτός ΟΠΕΚ, κυρίως τις ΗΠΑ, αλλά τους τελευταίους μήνες και από χώρες-μέλη του ΟΠΕΚ που είχαν περιορίσει την τελευταία διετία κατά τουλάχιστον 10% την παραγωγή τους, προκειμένου να αποφύγουν μία κατάρρευση των τιμών.
Σε έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας, που δημοσιεύθηκε την περασμένη εβδομάδα, επισημαίνεται ότι η παγκόσμια αγορά φαίνεται να είναι καλά εφοδιασμένη φέτος, εφ' όσον δεν υπάρξουν σημαντικές διαταραχές, καθώς η αύξηση της προσφοράς κατά 1,8 εκατ. βαρέλια την ημέρα υπερβαίνει την αύξηση της ζήτησης που εκτιμάται σε 720.000 βαρέλια.
Η πλεονάζουσα προσφορά είναι ο λόγος που οι τιμές είχαν υποχωρήσει έντονα τους τελευταίους μήνες - ιδιαίτερα μετά τις αυξήσεις δασμών από τις ΗΠΑ - και κινούνταν κάτω από τα 70 δολάρια μέχρι τις 13 Ιουνίου. Και αυτός είναι επίσης ο λόγος που η αύξηση στις τιμές του πετρελαίου την περασμένη εβδομάδα και πιθανές νέες δεν αναμένεται να διατηρηθούν για αρκετό διάστημα, εκτός αν αναφλεγεί ολόκληρη η Μέση Ανατολή και πληγούν η παραγωγή και οι εξαγωγές όχι μόνο του Ιράν αλλά και των άλλων χωρών της περιοχής.
Μέχρι την Παρασκευή, η παραγωγή και οι εξαγωγές αργού πετρελαίου από την περιοχή του Περσικού Κόλπου συνεχίζονται χωρίς ουσιαστικό πρόβλημα, καθώς δεν κτυπήθηκαν πετρελαϊκές υποδομές του Ιράν, το οποίο αύξησε μάλιστα τις εξαγωγές του, κυρίως προς την Κίνα, κατά περίπου 40% την τελευταία εβδομάδα σε 2,4 εκατ. τόνους την ημέρα. Ούτε η Τεχεράνη έκλεισε τα Στενά του Ορμούζ, από τα οποία περνούν τα δεξαμενόπλοια για να φορτώσουν πετρέλαιο από τις χώρες του Κόλπου, όπως απειλεί σταθερά ότι θα κάνει σε περιόδους κρίσης, χωρίς να έχει υλοποιήσει ποτέ την απειλή αυτή.
Το κλείσιμο των Στενών θα δημιουργούσε πρόβλημα όχι μόνο στις άλλες χώρες του Κόλπου - Σαουδική Αραβία, Κατάρ, Κουβέιτ, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα -που εξάγουν περίπου 20 εκατ. βαρέλια την ημέρα μέσω αυτής της θαλάσσιας διόδου ή περίπου το 20% της παγκόσμιας παραγωγής, αλλά και το ίδιο το Ιράν. Ακόμη και αν η Τεχεράνη οδηγηθεί σε κατάσταση απελπισίας, δύσκολα θα μπορούσε να επιβάλει το κλείσιμο των Στενών για σημαντικό χρονικό διάστημα, καθώς είναι βέβαιο ότι θα επενέβαιναν οι ΗΠΑ και άλλες χώρες για να ανοίξουν ξανά την κρίσιμη αυτή δίοδο. Αυτή είναι η εκτίμηση που έκανε και η Citi σε ανάλυσή της, προβλέποντας ότι οι τιμές μπορεί να φθάσουν έως τα 90 δολάρια, αν το Ιράν μπλοκάρει τα Στενά του Ορμούζ, αλλά μία τέτοια εξέλιξη θα είναι βραχύβια.
Ένα άλλο αρνητικό σενάριο, που θα μπορούσε να προκαλέσει μία μεγαλύτερη άνοδο στις τιμές του πετρελαίου από τις σημερινές θα ήταν να πληγούν οι πετρελαϊκές υποδομές του Ιράν ή άλλων χωρών του Κόλπου, οπότε θα μείωνε την παραγωγή και τις εξαγωγές τους, αλλά η πλεονάζουσα προσφορά θα μπορούσε να περιορίσει τον αντίκτυπο στις τιμές και σε αυτό το σενάριο.