«Στις 27 Φεβρουαρίου 2025 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) εξέδωσε απόφαση σε σχέση με την ατομική προσφυγή X v. Cyprus, προβαίνοντας σε εύρημα παραβίασης των Άρθρων 3 (απαγόρευση βασανιστηρίων και απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας) και 8 (προστασία της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).
Η αιτήτρια είναι νεαρή, Βρετανίδα υπήκοος, η οποία επισκέφθηκε την Αγία Νάπα για διακοπές τον Ιούλιο του 2019. Ισχυρίστηκε ότι κατά τον επίδικο χρόνο υπέστη βιασμό από ομάδα νεαρών Ισραηλινών που διέμεναν στο ίδιο συγκρότημα διαμερισμάτων με αυτήν, στην Αγία Νάπα. Ενώ έδωσε καταθέσεις στην Αστυνομία αναφορικά με τον ισχυρισμό της, μερικές μέρες αργότερα και ενόσω βρισκόταν σε αστυνομικό σταθμό, υπέγραψε δήλωση αποσύροντας την αρχική εκδοχή της περί βιασμού της. Ακολούθως, η αιτήτρια συνελήφθη και κατηγορήθηκε για το αδίκημα της δημόσιας βλάβης, με βάση το Άρθρο 115 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Το 2019, η αιτήτρια κρίθηκε ένοχη για το εν λόγω αδίκημα από το Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου (πρωτόδικο Δικαστήριο). Το 2022, και κατόπιν έφεσης της αιτήτριας, το Ανώτατο Δικαστήριο ανέτρεψε την καταδικαστική απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου αθωώνοντας την αιτήτρια, καθότι έκρινε ότι εσφαλμένα είχε γίνει αποδεκτή, ως θεληματική, η ομολογία της από το πρωτόδικο Δικαστήριο, και διαπιστώνοντας παράλληλα σοβαρά λάθη και παραλείψεις στο ανακριτικό έργο. Αίτημα της αιτήτριας προς τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για εκ νέου διερεύνηση της υπόθεσης, απορρίφθηκε καθότι, μετά την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, με την οποία ανατράπηκε η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και η καταδίκη της Αιτήτριας, ο αστυνομικός φάκελος που είχε σχηματισθεί σε σχέση με τη καταγγελία για βιασμό, έτυχε εκ νέου μελέτης και αξιολογήθηκε όλο το μαρτυρικό υλικό που είχε συλλεγεί και κρίθηκε ότι η μαρτυρία δεν ήταν ικανοποιητική για οποιαδήποτε δίωξη. Η οποιαδήποτε περαιτέρω διερεύνηση της υπόθεσης δεν κρίθηκε σκόπιμη αφού δεν διαφάνηκε να υπολείπετο οποιοδήποτε μαρτυρικό υλικό ώστε να χρειαζόταν να γίνουν οποιεσδήποτε επιπρόσθετες ενέργειες.
Εξετάζοντας την υπόθεση, το ΕΔΔΑ ανάφερε καταρχάς ότι σύμφωνα τα Άρθρα 3 και 8 της ΕΣΔΑ, αποτελεί εγγενή υποχρέωση ενός Κράτους να διερευνά επαρκώς ισχυρισμούς κακομεταχείρισης και σεξουαλικής κακοποίησης. Σύμφωνα δε με προηγούμενη νομολογία του, η θετική υποχρέωση ενός Κράτους απαιτεί την αποτελεσματική ποινικοποίηση και δίωξη μη συναινετικών σεξουαλικών πράξεων, συμπεριλαμβανομένων και περιπτώσεων όπου το θύμα δεν αντιστάθηκε σωματικά.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το ΕΔΔΑ παρατήρησε ότι η Κύπρος διαθέτει νομοθετικό πλαίσιο για την προστασία των δικαιωμάτων των θυμάτων σεξουαλικής βίας. Συγκεκριμένα, το εθνικό δίκαιο έχει ποινικοποιήσει τον βιασμό κάνοντας ευθέως και/ή άμεση αναφορά στην απουσία συναίνεσης, ενώ υπάρχει περαιτέρω νομοθεσία σχετικά με τα δικαιώματα, την υποστήριξη και την προστασία των θυμάτων. Πέραν αυτών, δεν παραγνώρισε ότι η Αστυνομία είχε αρχίσει να ερευνά τους ισχυρισμούς της αιτήτριας περί βιασμού της χωρίς καθυστέρηση: οι ύποπτοι εντοπίστηκαν σε σύντομο χρόνο, εξασφαλίστηκαν εντάλματα σύλληψης, συλλέχθηκαν δείγματα DNA όπως και άλλα στοιχεία, και δεν υπήρξε καθυστέρηση ούτε στο θέμα της λήψης καταθέσεων από μάρτυρες ούτε και στην ανάκριση των υπόπτων. Η ταχύτητα της διερεύνησης δεν αμφισβητήθηκε ή αποτέλεσε θέμα.
Ωστόσο, σύμφωνα με την απόφαση του ΕΔΔΑ, η υπόθεση διακρίνεται για μια σειρά ελλείψεων και λαθών από τις ανακριτικές και διωκτικές Αρχές, καθώς και το πρωτόδικο Δικαστήριο, οι οποίες καταγράφονται στην απόφαση.
Επίκεντρο εξέτασης της υπόθεσης από το ΕΔΔΑ ήταν η υπερβολικά βιαστική περάτωση της διερεύνησης από την Αστυνομία, υποκινούμενη από την ανάκληση, εκ μέρους της αιτήτριας, των αρχικών της δηλώσεων και η άμεση έναρξη ποινικής διαδικασίας κατά της ίδιας της αιτήτριας, με αποτέλεσμα την καταδίκη της για δημόσια βλάβη από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Πέραν τούτο, το ΕΔΔΑ έδωσε βαρύτητα στην παράλειψη των εθνικών Αρχών να εξετάσουν επαρκώς εάν υπήρξε συναίνεση.
Με αναφορά σε εκθέσεις για την Κύπρο της ανεξάρτητης Επιτροπής GREVIO, η οποία παρακολουθεί την εφαρμογή της Σύμβασης Κωνσταντινουπόλεως από τα Κράτη Μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, το ΕΔΔΑ ανάφερε ότι η αξιοπιστία της αιτήτριας φαίνεται να αξιολογήθηκε μέσω μεροληπτικών στερεοτύπων για το φύλο και της ενοχοποίησης θυμάτων. Ήταν κατάληξη του ΕΔΔΑ ότι η παρούσα υπόθεση αποκαλύπτει ορισμένες προκαταλήψεις σχετικά με τις γυναίκες στην Κύπρο, οι οποίες προκαταλήψεις παρεμπόδισαν την αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων της αιτήτριας ως πιθανό θύμα βίας λόγω φύλου.
Υπό το φως των πιο πάνω, το ΕΔΔΑ συμπέρανε, μη εκφράζοντας άποψη ως προς την ενοχή των Ισραηλινών υπόπτων για το αδίκημα του βιασμού, ότι η αντιμετώπιση των ανακριτικών και διωκτικών Αρχών στους ισχυρισμούς της αιτήτριας περί βιασμού της, δεν ανταποκρίνονταν στο καθήκον του Κράτους («θετική υποχρέωση») να εφαρμόσει τις σχετικές ποινικές διατάξεις στην πράξη, μέσω αποτελεσματικής διερεύνησης και δίωξης (παραβίαση Άρθρων 3 και 8 της ΕΣΔΑ).
Το ΕΔΑΔ επιδίκασε στην αιτήτρια το ποσό των €20.000 για ηθική βλάβη και €5.000 σε σχέση με έξοδα.»