Ο καταδικασθείς είχε αναλάβει χρέη καπετάνιου της ξύλινης βάρκας μετέφερε τους Σύρους μετανάστες, η οποία στις 18 Ιανουαρίου 2024 απέπλευσε από τον Λίβανο με προορισμό την Κύπρο.
Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης, ο καταδικασθείς παρέλειψε να διασφαλίσει ασφαλή πλου του σκάφους, καθώς και μέτρα ασφάλειας των επιβατών έναντι πιθανών κινδύνων μέσα στη θάλασσα, αφού χωρίς να κατέχει επαρκή προσόντα για ένα τέτοιο εγχείρημα, ανέλαβε να πλοηγήσει την υπερφορτωμένη με υπεράριθμους επιβάτες βάρκα, χωρίς αυτή να πληροί τις ελάχιστες τεχνικές και κατασκευαστικές προδιαγραφές για υπεράκτιο ταξίδι, χωρίς να είναι εξοπλισμένη με τα απαραίτητα όργανα ναυσιπλοΐας, μέσα πλοήγησης, διάσωσης και επικοινωνίας, χωρίς φάρμακα, όπως και χωρίς επαρκείς ποσότητες πόσιμου νερού και τροφίμων σε αναλογία με τον αριθμό των επιβατών, δίδοντας παράλληλα σε κάποια στιγμή οδηγίες στους επιβαίνοντες να απορρίψουν στη θάλασσα την εναπομείνασα ποσότητα εμφιαλωμένου πόσιμου νερού έτσι ώστε να εξαφανίσει οποιαδήποτε στοιχεία πρόδιδαν τη χώρα εκκίνησης της βάρκας και δη τον Λίβανο.
Κατά συνέπεια, όταν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού υπέστη βλάβη η μηχανή της βάρκας, αυτή έπλεε για έξι μέρες στην ανοικτή θάλασσα ακυβέρνητη, αβοήθητη, εκτεθειμένη στις δυσμενείς καιρικές συνθήκες, χωρίς προσανατολισμό, χωρίς τρόφιμα και πόσιμο νερό για τους επιβάτες, οι περισσότεροι εκ των οποίων άρχισαν να πίνουν τα ούρα τους καθώς και νερό από τη θάλασσα.
Τραγικό αποτέλεσμα, ήταν ο θάνατος από αφυδάτωση του τρίχρονου κοριτσιού, το οποίο συνοδευόταν από τη μητέρα του. Το κοριτσάκι κατέληξε στο Μακάρειο νοσοκομείο όπου και αεροδιαμετακομίστηκε μετά από τον εντοπισμό της βάρκας από τις Αρχές της Δημοκρατίας.
Εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, την υπόθεση χειρίστηκε ο κ. Αδάμος Δημοσθένους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας.