Το Ανώτατο Δικαστήριο ασκώντας τη δευτεροβάθμια δικαιοδοσία του απέρριψε απόφαση για κράτηση άνδρα από τη Σρι Λάνκα και εξέδωσε ένταλμα Habeas Corbus, «δια του οποίου διατάσσεται όπως ο Εφεσείων αφεθεί ελεύθερος πάραυτα», σημειώνοντας την θέση της Υπηρεσίας Ασύλου ότι δεν θα πρέπει να εκδοθεί διάταγμα επιστροφής του Εφεσείοντα στη χώρα καταγωγής του, «όπου υπάρχει κίνδυνος να εκτεθεί σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία».
Σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης, όπως αυτό καταγράφεται στη απόφαση του Ανωτάτου ημερομηνίας 14 Ιανουαρίου, 2025, ο αλλοδαπός τον Ιούλιο του 2017 υπέβαλε αίτηση για ανανέωση της άδειας παραμονής και εργασίας του, η οποία του παραχωρήθηκε, με τελευταία ημερομηνία ισχύος της, στις 6 Ιανουαρίου, 2018.
Στις 14 Φεβρουαρίου, 2018, ο Εφεσείων υπέβαλε αίτηση ασύλου η οποία απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, στις 10 Ιανουαρίου, 2020
Στις 15 Μαΐου, 2020, ο Εφεσείων καταχώρισε προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας (ΔΔΔΠ), η οποία απορρίφθηκε στις 21 Οκτωβρίου, 2020. Μεταγενέστερη αίτηση ασύλου που υπέβαλε, απορρίφθηκε στις 19 Ιανουαρίου, 2023, ενώ σχετική Προσφυγή που καταχώρισε ενώπιον του ΔΔΔΠ, απορρίφθηκε επίσης, στις 07 Μαρτίυ, 2023.
Στις 5 Ιανουαρίου, 2024, καθ’ ον χρόνο ο Εφεσείων μετέβη στο οδόφραγμα της οδού Λήδρας για να περάσει από τις κατεχόμενες στις ελεύθερες περιοχές της Δημοκρατίας, κατά τον έλεγχο της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (ΥΑΜ), διαπιστώθηκε η παράνομη παραμονή του στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, με αποτέλεσμα να συλληφθεί και να τεθεί υπό κράτηση στο Χώρο Κράτησης Απαγορευμένων Μεταναστών στη Μενόγεια (ΧΩΚΑΜ).
Στο πλαίσιο προφορικής συνέντευξης ο Αιτητής ανέφερε ότι δεν επιθυμεί να επιστρέψει στη χώρα του. Στις 6 Ιανουαρίου, 2024, εκδόθηκαν εναντίον του Εφεσείοντα διατάγματα κράτησης και απέλασης και δεδομένης της μη συμμόρφωσης του με προηγούμενη απόφαση επιστροφής και της απροθυμίας του να επαναπατριστεί, αξιολογήθηκε ότι δεν υπήρχε περιθώριο για επιβολή μέτρων εναλλακτικών της κράτησης.
Στις 15 Ιανουαρίου, 2024, ο Εφεσείων υπέβαλε εκ νέου αίτηση ασύλου η οποία και έγινε «αποδεκτή» στις 16 Ιανουαρίου, 2024 και παραδόθηκαν στην Υπηρεσία Ασύλου το γνήσιο διαβατήριο του τελευταίου, η ταυτότητα και η άδεια οδηγού του.
Στις 22 Φεβρουαρίου, 2024, η αρμόδια αρχή επέδωσε εκ νέου στον Εφεσείοντα το διάταγμα κράτησης και απέλασης του και εκδόθηκε εναντίον του Εφεσείοντα νέο διάταγμα κράτησης από το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (ΤΑΠΜ).
Στις 30 Αυγούστου, 2024, απορρίφθηκε η αίτηση του Εφεσείοντα για άσυλο και του επιδόθηκε απόφαση ότι πληροί τις προϋποθέσεις και τα κριτήρια για να του δοθεί το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζοντας ότι σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα του θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία.
Ο Εφεσείων αποκλείστηκε από το καθεστώς αυτό και η Υπηρεσία Ασύλου εισηγήθηκε όπως «μη εκδοθεί απόφαση επιστροφής του Εφεσείοντα στη χώρα καταγωγής του, Sri Lanka», χώρα όπου υπάρχει κίνδυνος να εκτεθεί σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία,.
Στις 27 Σεπτεμβρίου, 2024, κατόπιν οδηγιών του Εφεσείοντα καταχωρήθηκε προσφυγή στο ΔΔΔΠ κατά της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η εκδίκαση της οποίας εξακολουθεί να εκκρεμεί.
Σύμφωνα με τα όσα προέταξε ο εφεσείων, το πρωτόδικο Δικαστήριο, «παραγνώρισε παντελώς» το γεγονός ότι από την ημέρα έκδοσης τόσο του πρώτου διατάγματος κράτησης, ημερομηνίας 06.01.2024, όσο και του δεύτερου διατάγματος κράτησης, ημερομηνίας 22.2.2024, «έχουν μεσολαβήσει τέτοια στοιχεία και τα δεδομένα διαφοροποιήθηκαν, κατά τρόπο που συνηγορούσαν ώστε η συνέχιση της κράτησης του εφεσείοντα να καταστεί πλέον παράνομη».
Επίσης προτάσσει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, «στη συγκεκριμένη περίπτωση, ερμήνευσε λανθασμένα το άρθρο 9ΣΤ (2) (δ) και 4 (α) του περί Προσφύγων Νόμου».
«Λανθασμένα, υποδεικνύεται περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε τη θέση του Εφεσείοντα ότι οι λόγοι έκδοσης του διατάγματος κράτησης ημερομηνίας 22.2.2024 σύμφωνα με το άρθρο 9ΣΤ (2) (β) και (δ) καθώς και τα αντικειμενικά κριτήρια στη βάση των οποίων ο Υπουργός στήριξε τους λόγους κράτησης του Εφεσείοντα, είχαν εκλείψει και ως εκ τούτου η κράτηση του τελευταίου κατέστη παράνομη εκ της διάρκειας της αλλά και γιατί παραβίαζε τη σχετική νομοθεσία, σύμφωνα με το άρθρο 9ΣΤ (4) (α) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000 (5ος λόγος Έφεσης)», αναφέρεται.
Επίσης το Πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρει ότι στην εξέλιξη των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση περίπτωση, ο τρόπος δράσης των αρμόδιων αρχών της Δημοκρατίας, σε συνάρτηση με τη συμπεριφορά του ίδιου του Εφεσείοντα, «καθιστούσαν την συνέχιση της κράτησης του Εφεσείοντα για σκοπούς απομάκρυνσής του από τη Κυπριακή Δημοκρατία, νόμιμη, υποδεικνύοντας ταυτόχρονα πως ο χρόνος κράτησης του, που μέχρι τότε είχε διαρρεύσει (εννέα περίπου μήνες), δεν εκφεύγει του εύλογου χρονικού διαστήματος».
Αναφέρεται ότι η θέση της Υπηρεσίας Ασύλου ότι δεν θα πρέπει να εκδοθεί διάταγμα επιστροφής του Εφεσείοντα στη χώρα καταγωγής του, χώρα όπου υπάρχει κίνδυνος να εκτεθεί σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, ακολούθησαν χρονικά της έκδοσης του Διατάγματος Κράτησης του τελευταίου, ημερομηνίας 22 Φεβρουαρίου, 2024.
«Τέθηκε ωστόσο, ως πραγματικό γεγονός, στην πρωτόδικη διαδικασία. Με τον προσήκοντα σεβασμό, η ως άνω παράμετρος φαίνεται να διέλαθε την προσοχή, με αποτέλεσμα την μη ενασχόληση και την ανάλογη συνεκτίμηση της από το πρωτόδικο Δικαστήριο», σημειώνεται.
Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης «η Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, με την ως άνω τοποθέτηση της όσον αφορά το ζήτημα της επιστροφής του Εφεσείοντα στη χώρα καταγωγής του, ουσιαστικά έχει αποψιλώσει το σκοπό για τον οποίο φαίνεται να αποφασίστηκε η κράτηση του Εφεσείοντα. Δηλαδή την απέλαση και τον επαναπατρισμό του, ως καταγράφεται στο ίδιο το Διάταγμα Κράτησης του Εφεσείοντα, ημερομηνίας 22.02.2024».
Σημειώνεται επίσης ότι γεγονός παραμένει, ότι η προοπτική απέλασης μέσω επαναπατρισμού του Εφεσείοντα, ενόψει της ως άνω τοποθέτησης της ΥΑΜ, «παρέμεινε μετέωρη, έχοντας πλέον μετατραπεί σε επιλογή που δεν παρουσιάζει συνέπεια και συνέχεια με τις επισημάνσεις και τοποθετήσεις της ΥΑΜ για το ζήτημα».
«Παρεμβάλλεται ότι στην υπό συζήτηση περίπτωση, δεν φαίνεται να τέθηκαν υπόψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, οποιαδήποτε στοιχεία ή ενέργειες οι οποίες θα μπορούσαν να διαφοροποιήσουν την ως άνω εισήγηση της ΥΑΜ σε σχέση με την απέλαση του Εφεσείοντα μέσω του επαναπατρισμού του. Αντίθετα, ως ρητά καταγράφεται στο εγκαλούμενο διάταγμα, η κράτηση του Εφεσείοντα διατάσσεται με σκοπό την απέλαση του, μέσω του επαναπατρισμού του», αναφέρεται.
Υποδεικνύεται με βάση νομολογία ότι σε περίπτωση δε παράνομης κράτησης ή περιορισμού προσφέρεται η δυνατότητα στον πολίτη να αμφισβητήσει τη νομιμότητα μιας τέτοιας κράτησης, μέσω του προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus Ad Subjiciendum.
«Πρόκειται για ένα άμεσο και δραστικό μέτρο για την απελευθέρωση ατόμου από παράνομη ή αδικαιολόγητη κράτηση. Θεραπεία που επικεντρώνεται στο πρόσωπο που τελεί υπό κράτηση», προστίθεται.
Επίσης αναφέρεται πως είναι προφανές «ότι η συνέχιση της κράτησης του Εφεσείοντα, για ένα σχεδόν έτος, προς εξυπηρέτηση του σκοπού της απέλασης μέσω επαναπατρισμού του, ενώ στο μεταξύ αρμόδια Αρχή της Δημοκρατίας, κατ’ επίκληση Διεθνών Συμβάσεων δεσμευτικών για την Κυπριακή Δημοκρατία, έχει υποδείξει λόγους για τους οποίους δεν θα πρέπει να εκδοθεί απόφαση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, από μόνη της, εκθεμελιώνει το δικαιολογημένο της συνέχισης της κράτησής του τελευταίου».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ:
• Θρήνος για τον Αγγλοκύπριο Κρίστοφερ - «Έσβησε» ξαφνικά ο 34χρονος - Δείτε φωτογραφία
• «Έσβησε» 12χρονη σε τροχαίο με τη μητέρα της στα κατεχόμενα - Επτά νεκροί μέσα στην εβδομάδα
• Σαν να μην υπήρξε ποτέ ο Νίκος Αναστασιάδης
Ακολουθήστε το Tothemaonline.com στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις