Τον Αύγουστο κλείνει ένας χρόνος από τότε που σε έχασα για δεύτερη και τελευταία φορά. Από τότε που σε είδα για τελευταία φορά ζωντανή στο μίζερο, καταθλιπτικό δωμάτιο του ετοιμόρροπου Γεώργιος Γεννηματάς της Θεσσαλονίκης.
Το “ζωντανή” μάλλον τραβηγμένο απ’ τα μαλλιά. Ήσουν σε καταστολή, ζαρωμένη, ταλαιπωρημένη, κάτασπρη -φάντασμα της στητής, περήφανης νταρντανογυναίκας που υπήρξες- και ανέπνεες μετά βίας, ίσως μια τελευταία, υποσυνείδητη, απόπειρα του κατεστραμμένου από το Αλτσχάιμερ μυαλού σου να κρατηθείς στη ζωή για εκείνους που δεν θυμόσουν πια. Έφυγα από εκείνο το νοσοκομείο-προσβολή στη μνήμη του οραματιστή πολιτικού γνωρίζοντας ότι ήταν η τελευταία φορά που σε έβλεπα -έστω και κατ’ ευφημισμό- ζωντανή. Η τελευταία φορά που φιλούσα το δέρμα σου ζεστό. Η τελευταία φορά που σου ψιθύρισα “σ’ αγαπώ, σ’ ευχαριστώ για όλα” και ίσως ακούστηκε και καταγράφηκε από κάποια μακρινή, ακόμα λειτουργική γωνιά του μυαλού σου. Τρέφω την ελπίδα δηλαδή ότι το άκουσες πριν αναπαυθείς για πάντα.
Δεν έκλαψα όταν η αδελφή μου στην άλλη άκρη του τηλεφώνου μου ανακοίνωσε κλαίγοντας ότι έφυγες. Μόλις μπαίναμε με το λεωφορείο στην Αλεξανδρούπολη. Την πόλη σου, την πόλη μας, όπου έζησες το μεγαλύτερο μέρος της ζωής σου και συγκατοικήσαμε για 30 χρόνια πριν φύγω για Κύπρο - κάτι που δεν ξεπέρασες ποτέ και είμαι σίγουρος ούτε μου το συγχώρεσες ολότελα (“κάνε κόρη” μου έλεγες πάντα “για να σε κοιτάξει. Οι γιοι φεύγουν”. Άουτς). Η πόλη που σύντομα θα σε υποδεχόταν στα σπλάχνα της για τελευταία φορά. Για το τελικό μας reunion, στη μονοκατοικία της Πατριάρχου Κυρίλλου. Το “μητρικό μου” όπως το αποκαλούσα γιατί το απέκτησες ολομόναχη, χωρίς πατέρα στην εικόνα, με ιδρώτα, θυσίες και στερήσεις. Γιατί λοιπόν να το καπηλευτεί με τον τελείως παρωχημένο και σεξιστικό όρο “πατρικό”; Στον διάολο κι αυτός και όσοι υποστηρίζουν ακόμα τους ανύπαρκτους πατεράδες με ξεπερασμένα προνόμια που δεν δικαιούνται. Εμείς ξέρουμε καλύτερα, έτσι δεν είναι;
Δεν σε πένθησα όπως θα περίμενε κάποιος τις μέρες του αποχαιρετισμού γιατί το έκανα ήδη για πολλά χρόνια, από τη μέρα σε έχασα για πρώτη φορά. Τη μέρα που συνειδητοποίησα ότι ναι μεν φυσιογνωμικά θύμιζες τη μάνα μου, αλλά η φλόγα που άναβε στα μάτια σου κάθε φορά που με έβλεπε είχε πια σβήσει. Όταν δεν με αναγνώριζες πια, όχι περισσότερο απ’ ότι η διεθνής κοινότητα το ψευδοκράτος.
Δεν σε πένθησα τότε ίσως κι επειδή ντρεπόμουν. Ίσως κι από ενοχές επειδή έφυγα. Επειδή δεν σε έβλεπα όσο συχνά ήθελες. Επειδή αραίωσα τα ταξίδια και τα τηλέφωνα γιατί δεν άντεχα να μη με αναγνωρίζεις. Να μη σε αναγνωρίζω. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να πείσεις τους γύρω σου ότι πενθείς κάποιον που είναι ακόμα ζωντανός. Οπότε δεν προσπάθησα καν. Σε πένθησα στον χρόνο μου και στον χώρο μου. Οι δυο μας. Όπως ήμασταν για πολλά χρόνια στη μονοκατοικία μας με την αυλή γεμάτη γεράνια. Τις “σαρδελιές” όπως τις έλεγες, το αγαπημένο σου λουλούδι. Και το δώρο μου στη Γιορτή της Μητέρας, όσο μου επέτρεπε το μικρό μου χαρτζηλίκι.
Όλα εκείνα τα χρόνια προετοιμάστηκα είναι η αλήθεια για τη μέρα που θα σε έχανα και σωματικά. Για εκείνο όμως που δεν προετοιμάζεσαι ποτέ στ’ αλήθεια, είναι η ανάγκη να συρθείς μέχρι την αγκαλιά της μάνας σου, να κουλουριαστείς κάτω από τα ροζιασμένα χέρια της, να ακούσεις το θρόισμα της μπλούζας της, να σε κατακλύσει η “Μυρτώ” που έριχνε πάνω της με το λίτρο, να σου χαϊδέψει τα μαλλιά και να σε διαβεβαιώσει πως όλα θα πάνε καλά. Ακόμα κι όταν δεν πήγαιναν. Γι’ αυτό οι ασθενείς με Αλτσχάιμερ μπορεί να ξεχνούν πως να αναπνεύσουν αλλά θυμούνται έντονα τη μαμά τους. Γιατί επιστρέφουν, με τη λίγη συνείδηση που τους απομένει, εκεί όπου ένιωθαν μεγαλύτερη ασφάλεια.
Α ρε μάνα...
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ:
• Εορτολόγιο: Ποιοι γιορτάζουν σήμερα 2 Νοεμβρίου - Ο βίος των Αγίων
• Τα ζώδια σήμερα: Ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον - Ένα Σάββατο - Θεία Δίκη ξεδιπλώνεται
Ακολουθήστε το Tothemaonline.com στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις