Ανά τακτά χρονικά διαστήματα, ο ανεξάρτητος πλέον Βουλευτής, Ανδρέας Θεμιστοκλέους, απασχολεί την επικαιρότητα, όχι για τα επιτεύγματά του, αλλά, κυρίως, για την συμπεριφορά του και την γλώσσα που χρησιμοποιεί κατά τις παρεμβάσεις του στη Βουλή, τόσο σε επίπεδο Κοινοβουλευτικών Επιτροπών όσο και σε επίπεδο Ολομέλειας του Σώματος.
Αυτή η συμπεριφορά, πάντως, δεν είναι κάτι καινούργιο, αφού και κατά την προηγούμενη θητεία του ως Βουλευτής, τότε του ΔΗΣΥ, είχε πρωταγωνιστήσει σε πολλές αντιπαραθέσεις.
Το ερώτημα που εγείρεται κάθε φορά που ο κ. Θεμιστοκλέους προκαλεί «αναταράξεις» στη Βουλή, είναι το κατά πόσον μπορεί η Βουλή να επαναφέρει στην τάξη τον Βουλευτή ή/και να του επιβάλει οποιεσδήποτε κυρώσεις, αφού πολλές φορές τα «πυρά» που εξαπολύει διακατέχονται από υβριστικό, σεξιστικό και ρατσιστικό περιεχόμενο.
Ο Κώδικας Δεοντολογίας της Βουλής
Το ThemaOnline ανέτρεξε στον περιβόητο Κώδικα Αρχών και Κανόνων Δεοντολογίας για τα μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων, ο οποίος εγκρίθηκε τον Φεβρουάριο του 2021 και τέθηκε σε εφαρμογή την τρέχουσα Κοινοβουλευτική Περίοδο (2021-2026).
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΥΤΟΥΣΙΟ ΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΕΔΩ.
Σύμφωνα με το Άρθρο 4, του Πρώτου Μέρους του Κώδικα, «ο Βουλευτής κατά την άσκηση των καθηκόντων του, απέχει από συμπεριφορά που υποκινεί στη βία ή στο μίσος ή που ενέχει απειλητικό, υβριστικό, σεξιστικό, ρατσιστικό ή προσβλητικό χαρακτήρα, καθώς και από αναφορές ή δηλώσεις που υποκρύπτουν μισαλλοδοξία ή προσπάθεια μείωσης της προσωπικότητας ή της αξιοπρέπειας οποιουδήποτε προσώπου, ομάδας προσώπων ή μέλους ομάδας προσώπων προσδιοριζομένων βάσει της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών καταβολών, της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής και/ή αυτοπροσδιοριζομένων βάσει των χαρακτηριστικών του σεξουαλικού προσανατολισμού ή της ταυτότητας φύλου».
Παράλληλα, το Άρθρο 5 και επιφυλασσόμενων των πιο πάνω προνοιών, δίνει την εξουσία στον/ην Πρόεδρο της Βουλής, εάν το κρίνει σκόπιμο, «να προτείνει τη διαγραφή από τα τηρηθέντα πρακτικά ή/και από την οπτικογραφημένη εγγραφή συνεδρίας της Ολομέλειας του Σώματος αποσπασμάτων λεχθέντων και/ή της αγόρευσης του Βουλευτή τα οποία κρίνει ότι εμπεριέχουν σχόλια ή αναφορές, αναλόγου φύσεως με τα προβλεπόμενα στην εν λόγω παράγραφο, πρόταση η οποία εφόσον δεν υφίσταται ένσταση εκτελείται αμέσως», με την υποσημείωση, ωστόσο, ότι «νοείται ότι, η εφαρμογή των προνοιών της παρούσας παραγράφου δεν επηρεάζει και δεν δύναται να επηρεάσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο την ελευθερία λόγου και έκφρασης του Βουλευτή».
Πώς γίνεται η διερεύνηση των καταγγελιών
Πάντως, για διερεύνηση οποιονδήποτε καταγγελιών σε βάρος Βουλευτή, είτε από συνάδελφό του Βουλευτή είτε από απλό πολίτη, συστάθηκε ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή.
Σύμφωνα με το Άρθρο 3, του Πέμπτου Μέρους («Διερεύνηση Καταγγελιών και Εφαρμογή των Προνοιών του Κώδικα Δεοντολογίας», «καταγγελία αναφορικά με συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη Βουλευτή ως προς αντιδεοντολογική συμπεριφορά, η οποία υποβάλλεται από πολίτη και/ή από άλλο Βουλευτή, εξετάζεται μόνον εφόσον έχει κατά πρώτον κριθεί ως παραδεκτή».
Κατά τα ανωτέρω, αναφέρεται, «υποβαλλόμενη καταγγελία δέον όπως είναι γραπτή και επώνυμη και παραθέτει επακριβώς την αντιδεοντολογική συμπεριφορά, ει δυνατόν δε την εικαζόμενη παραβίαση συγκεκριμένης πρόνοιας ή προνοιών του παρόντος Κώδικα, με ακριβή αναφορά στον τόπο, στον χρόνο και στο ακριβές γεγονός στο πλαίσιο του οποίου η εν λόγω συμπεριφορά είχε εκδηλωθεί, όπου δε εφαρμόζεται στα πρόσωπα που εμπλέκονται ή/και που ήταν παρόντα στον τόπο και κατά τον χρόνο της εκδηλωθείσας συμπεριφοράς».
Νοείται, τονίζεται περαιτέρω ότι, «καταγγελία αόριστη, ασαφής, γενικευμένης φύσεως και μη υποβληθείσα, κατά τα προβλεπόμενα από τις πρόνοιες του παρόντος Κώδικα, κρίνεται άνευ ετέρου ως μη παραδεκτή, η δε σχετική απόφαση, εφόσον ο επηρεαζόμενος Βουλευτής κρίνει τούτο σκόπιμο, δημοσιοποιείται δι’ αναρτήσεώς της στην επίσημη ιστοσελίδα της Βουλής των Αντιπροσώπων και αναγιγνώσκεται στην Ολομέλεια του σώματος».
Τα χρονοδιαγράμματα
Σύμφωνα πάντα με τον Κώδικα, καταγγελία υποβληθείσα, σύμφωνα με τα πιο πάνω, εφόσον κριθεί ως παραδεκτή υποβάλλεται προς περαιτέρω εξέταση και λήψη απόφασης σε συνεδρία ή συνεδρίες της Επιτροπής Δεοντολογίας συγκαλούμενες επί τούτω, με την Επιτροπή Δεοντολογίας να συνέρχεται αμέσως προς εξέταση υποβληθείσας, σύμφωνα με τα πιο πάνω, καταγγελίας και να αποφαίνεται επί του παραδεκτού, το αργότερο εντός δεκαπέντε (15) ημερών.
«Καταγγελία κριθείσα ως παραδεκτή, σύμφωνα με το πιο πάνω, εξετάζεται από την Επιτροπή Δεοντολογίας σε συνεδρίες της που συγκαλούνται το ταχύτερο, η οποία με αιτιολογημένη απόφασή της αποφαίνεται, ομόφωνα ή κατά πλειοψηφία, περί του κατ’ ουσίαν βασίμου ή μη αυτής, επιβάλλοντας τις ανάλογες κυρώσεις το αργότερο εντός χρονικού διαστήματος μη υπερβαίνοντος τις τριάντα (30) ημέρες, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τη βαρύτητα, τη συχνότητα και/ή την επανάληψη της αντιδεοντολογικής πράξης ή συμπεριφοράς: Νοείται ότι, η διαδικασία εξέτασης τοιαύτης καταγγελίας τόσο επί του παραδεκτού όσο και επί του κατ’ ουσίαν βασίμου δεν δύναται στο σύνολό της να υπερβαίνει τις σαράντα πέντε (45) ημέρες», προστίθεται στον Κώδικα.
Τονίζεται πως, η Επιτροπή Δεοντολογίας κατά την εξέταση της υποβληθείσας, σύμφωνα με τα πιο πάνω, καταγγελίας καλεί ενώπιόν της τον επηρεαζόμενο Βουλευτή, απαρεγκλίτως δε τον Βουλευτή ή τον πολίτη ο οποίος έχει υποβάλει την καταγγελία προς ακρόαση και τεκμηρίωση των γεγονότων, βάσει διαδικασίας που καθορίζεται από την ίδια, η οποία σε κάθε περίπτωση πρέπει να παρέχει τα εχέγγυα δίκαιης εξέτασης της υπό διερεύνηση καταγγελίας ως προς το δικαίωμα πληροφόρησης, προετοιμασίας της υπεράσπισης και αυτοπρόσωπης παρουσίας του επηρεαζόμενου Βουλευτή στη διαδικασία:
Νοείται ότι, για την εξέταση υποβληθείσας, σύμφωνα με τα πιο πάνω, καταγγελίας, η Επιτροπή Δεοντολογίας, εφόσον κρίνει τούτο σκόπιμο, δύναται να καλεί ενώπιόν της και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο θεωρεί ότι δύναται να την υποβοηθήσει στο έργο της και/ή να δώσει μαρτυρία περί των γεγονότων της υπό διερεύνηση καταγγελίας.
«Η Επιτροπή Δεοντολογίας για την εξέταση παραπεμφθείσας ενώπιόν της καταγγελίας συνεδριάζει, απαρεγκλίτως, κεκλεισμένων των θυρών έχοντας υπ’ όψιν τη βλάβη την οποία ο Βουλευτής εναντίον του οποίου στρέφεται συγκεκριμένη καταγγελία δύναται να υποστεί ως προς τη φήμη και αξιοπιστία του, σε περίπτωση δημοσιοποίησης της υποβληθείσας καταγγελίας άνευ τεκμηρίωσης», υπογραμμίζεται, ακόμη, με την υποσημείωση πως «νοείται ότι, οποιαδήποτε έγγραφα και/ή άλλα στοιχεία κατατίθενται ενώπιον της εν λόγω επιτροπής δύναται να τύχουν της ανάλογης διαβάθμισης».
Με βάση τον Κώδικα, Βουλευτής εναντίον του οποίου στρέφεται συγκεκριμένη καταγγελία ενημερώνεται χωρίς καθυστέρηση, γραπτώς, αναφορικά με την υποβληθείσα εναντίον του καταγγελία, όπως και για τις σχετικές λεπτομέρειες, εντός χρονικού διαστήματος μη υπερβαίνοντας τις τρεις (3) εργάσιμες μέρες από τη λήψη και καταχώριση αυτής στο Ειδικό Μητρώο Καταγγελιών.
Σε περίπτωση υποβληθείσας, σύμφωνα με τα πιο πάνω, καταγγελίας η οποία έχει κριθεί ως παραδεκτή, ορίζεται η ημερομηνία και ώρα σύγκλησης συνεδρίας της Επιτροπής Δεοντολογίας προς έναρξη της εξέτασής της, ενώ παράλληλα ενημερώνεται, γραπτώς, ο επηρεαζόμενος Βουλευτής περί του παραδεκτού της καταγγελίας, όπως και περί της παραπομπής του ενώπιον της Επιτροπής Δεοντολογίας σε συγκεκριμένη ημέρα και ώρα προς έναρξη εξέτασης της σχετικής καταγγελίας.
Στην απευθυνόμενη, σύμφωνα με τα πιο πάνω, αναφορά προς τον επηρεαζόμενο Βουλευτή, περιλαμβάνονται σωρευτικά τα ακόλουθα:
• οι προταθέντες εναντίον του ισχυρισμοί κατά σαφή και περιεκτικό τρόπο.
• οι λόγοι, εν συντομία, για τους οποίους η σχετική καταγγελία κρίθηκε ως παραδεκτή.
• η δυνατότητα αυτού να υποβάλει, γραπτώς, εντός ευλόγου προθεσμίας, τους δικούς του ισχυρισμούς και/ή την παραδοχή του ως προς την υποβληθείσα εναντίον του καταγγελία.
• η δυνατότητα αυτού, εφόσον το επιθυμεί, να παρίσταται αυτοπροσώπως καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας.
• η δυνατότητα αυτού όπως, καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, αιτείται και λαμβάνει αντίγραφο των τηρηθέντων πρακτικών, καθώς και όλων των εγγράφων τα οποία σχετίζονται και/ή κατατίθενται ενώπιον της επιτροπής αναφορικά με την υπό διερεύνηση καταγγελία.
• η δυνατότητα αυτού να παρακολουθεί όλες τις συνεδρίες της επιτροπής κατά τις οποίες δίδεται μαρτυρία.
• η δυνατότητά του όπως, μετά το πέρας της διαδικασίας και πριν από την έκδοση απόφασης, αναπτύξει προς υπεράσπισίν του ενώπιον της Επιτροπής Δεοντολογίας, αυτοπροσώπως, τις τελικές του θέσεις επί της υποβληθείσας καταγγελίας σε συνάρτηση με τα κατατεθέντα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.
Οι κυρώσεις/ποινές
Σε περίπτωση που η Επιτροπή Δεοντολογίας αποφανθεί ότι ο επηρεαζόμενος Βουλευτής ενήργησε αντιδεοντολογικά και παρά τις πρόνοιες του παρόντος Κώδικα, ανάλογα με τη φύση της παράβασης, τη βαρύτητα και την τυχόν επανάληψή της, δύναται να επιβάλει μία των ακολούθων κυρώσεων:
• προφορική επίπληξη.
• γραπτή επίπληξη.
• μομφή για παρατηρηθείσα αντιδεοντολογική και/ή ανάρμοστη συμπεριφορά εν γένει και/ή σε συγκεκριμένη περίπτωση.
• κλήση του Βουλευτή προς δημόσια απολογία από του βήματος της ολομέλειας του σώματος.
• κλήση του Βουλευτή προς έγγραφη απολογία, η οποία αναγιγνώσκεται από του βήματος της Βουλής, και επανόρθωση έναντι του προσβληθέντος, κατά τον υποδειχθέντα, ανάλογα με την περίπτωση, τρόπο.
Σημειώνεται πως, τεκμηριωθείσα καταγγελία για την οποία η Επιτροπή Δεοντολογίας επιβάλλει οποιαδήποτε από τις προβλεπόμενες στην παράγραφο 15 κυρώσεις ανακοινώνεται από τον Πρόεδρο της Βουλής στην Ολομέλεια του σώματος προ ημερησίας διατάξεως:
Νοείται ότι, το πόρισμα της Επιτροπής Δεοντολογίας ως προς τεκμηριωθείσα, σύμφωνα με τα πιο πάνω, καταγγελία, με αναφορά στην επιβληθείσα ποινή, δημοσιοποιείται δι’ αναρτήσεως στην επίσημη ιστοσελίδα της Βουλής των Αντιπροσώπων για το υπόλοιπο της Βουλευτικής Περιόδου.
Νοείται περαιτέρω ότι, «Βουλευτής στον οποίο έχουν επιβληθεί οποιεσδήποτε κυρώσεις, δυνάμει των προνοιών του παρόντος Μέρους, συμμορφώνεται πλήρως προς την απόφαση της Επιτροπής Δεοντολογίας, εφεξής δε ενεργεί κατά τρόπο συνάδοντα προς τους κανόνες και τα πρότυπα συμπεριφοράς, εν γένει δε προς τις πρόνοιες του παρόντος Κώδικα».
Περαιτέρω ο Κώδικας προνοεί πως, «Βουλευτής για τον οποίο η Επιτροπή Δεοντολογίας διερευνά καταγγελία για αντιδεοντολογική πράξη ή συμπεριφορά που έλαβε χώρα κατά παράβαση πρόνοιας του παρόντος Κώδικα οφείλει να συνεργάζεται κατά πάντα και να συνδράμει αυτήν στο έργο της, χωρίς καθ’ οιονδήποτε τρόπο να παρεμποδίζει και/ή εσκεμμένα να παρακωλύει το έργο αυτής».
Οι εξουσίες του/της Προέδρου της Βουλής
Σύμφωνα, εξάλλου, με τον Κώδικα Δεοντολογίας, ο/η Πρόεδρος της Βουλής μεριμνά για την τήρηση των προνοιών του παρόντος Κώδικα και για την καλλιέργεια και εμπέδωση υψηλών προτύπων συμπεριφοράς για τους Βουλευτές, τους συνεργάτες τους όπως και για το προσωπικό της Βουλής, προς τον σκοπό δε αυτόν αναλαμβάνει όλες τις αναγκαίες ενέργειες προς συστηματική επιμόρφωση, παροχή των αναγκαίων οδηγιών και συμβουλών, οποτεδήποτε αυτές ζητηθούν ή/και ο ίδιος κρίνει τούτο αναγκαίο ή σκόπιμο, όπως και για την έκδοση των αναγκαίων εγχειριδίων:
Νοείται ότι, ειδικά εξουσιοδοτηθέντες υπό του Προέδρου της Βουλής λειτουργοί θα αναλάβουν την επί συστηματικής βάσεως παροχή εμπιστευτικής φύσεως συμβουλών, όπως και τη γενικότερη καθοδήγηση των Βουλευτών και των συνεργατών τους επί ζητημάτων απορρεόντων από τις πρόνοιες του παρόντος Κώδικα, ειδικότερα δε για θέματα σύγκρουσης συμφερόντων.
Η Επιτροπή Δεοντολογίας
Σημειώνεται πως, την Επιτροπή Δεοντολογίας της Βουλής απαρτίζουν οι εξής:
Αννίτα Δημητρίου, Πρόεδρος της Βουλής (ex officio)
• Νίκος Τορναρίτης, Βουλευτής ΔΗΣΥ
• Ονούφριος Κουλλά, Βουλευτής ΔΗΣΥ
• Άριστος Δαμιανού, Βουλευτής ΑΚΕΛ
• Ανδρέας Πασιουρτίδης, Βουλευτής ΑΚΕΛ
• Νικόλας Παπαδόπουλος, Πρόεδρος και Βουλευτής ΔΗΚΟ
• Πανίκος Λεωνίδου, Βουλευτής ΔΗΚΟ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ:
• Ελπίδα Ιακωβίδου: Βρέθηκε σε εκδήλωση στη Λευκωσία με την πρώην σύντροφο του Τζώνη Καλημέρη
• Αερόσακοι Takata: Πώς απαντούν οι αντιπροσωπείες αυτοκινήτων για τις χρεώσεις στον έλεγχο;
Ακολουθήστε το Tothemaonline.com στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις