Πέρυσι τέτοια εποχή όλοι εύχονταν το 2022 με βασική ελπίδα να εξαλειφθεί επιτέλους η απειλή της COVID-19 και οι πολλαπλές συνέπειές της.
Μέχρι να χαράξει ωστόσο η πρώτη ημέρα ο κόσμος άλλαξε ριζικά, υπό τη βαριά σκιά του πολέμου στην Ουκρανία και εν μέσω σοβαρών κλυδωνισμών στην παγκόσμια σταθερότητα και ασφάλεια, αλλά και φόβων για ένα νέο κύμα της COVID-19, προερχόμενο από τη χώρα όπου αναφέρθηκε προ τριετίας το πρώτο κρούσμα κοροναϊού: την Κίνα.
Στο φόντο ενός νέου Ψυχρού Πολέμου δοκιμάζονται συμμαχίες και διακρατικές σχέσεις, μαζί με τις δημοκρατικές αξίες, τη διεθνή νομιμότητα και τις αντοχές οικονομιών, κυβερνήσεων και πολιτών.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία -που έχει εισέλθει πια στον ενδέκατο μήνα- οι εντεινόμενοι γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί, η ενεργειακή κρίση, ο πληθωρισμός, οι φόβοι για ύφεση και το φάσμα της επισιτιστικής ανασφάλειας έρχονται να προστεθούν ή ακόμη και να επιτείνουν υφιστάμενες κρίσεις, όπως αυτή της κλιματικής αλλαγής.
Στη λογική ότι «η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία», πολλοί διαβλέπουν ότι η ανθρωπότητα θα καταφέρει αυτή τη νέα χρονιά να ξεπεράσει πολλούς από αυτούς τους νέους σκοπέλους -ίσως με τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία εντός του νέου έτους ή/και με αποφυγή της ύφεσης.
Μένει ωστόσο να δούμε αν το 2023 θα είναι χρονιά κλιμάκωσης ή μερικής αποκλιμάκωσης με σταθεροποίηση των γεωπολιτικών εντάσεων και του οικονομικού αντικτύπου τους.
Σε κάθε περίπτωση, οι επόμενοι μήνες θεωρούνται κρίσιμοι και αναμένονται ακόμη πολλές δοκιμασίες και δομικές αλλαγές μέχρι να φανεί «φως στην άκρη του τούνελ».
Γεωπολιτική ρευστότητα
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και η συσπείρωση της Δύσης γύρω από το Κίεβο έχει επιταχύνει τη διάβρωση της διεθνούς τάξης που διαμορφώθηκε μετά τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο και το τέλος του πρώτου Ψυχρού Πολέμου.
Σταθερά πρωταγωνιστές στο διεθνές γεωπολιτικό στερέωμα παραμένουν οι ΗΠΑ και η Κίνα, που από τη μια συναινούν -έστω στα λόγια- για συνεργασία σε μείζονες διεθνείς προκλήσεις, όπως η κλιματική αλλαγή.
Από την άλλη, ωστόσο, εντείνουν τον μεταξύ τους γεωστρατηγικό, οικονομικό, εμπορικό και τεχνολογικό ανταγωνισμό, ενόσω οι ηγεσίες τους βρίσκονται αντιμέτωπες και με εσωτερικές προκλήσεις.
Για την επόμενη διετία και ενόψει των προεδρικών εκλογών του 2024 στις ΗΠΑ, η κυβέρνηση Μπάιντεν θα βρίσκεται αντιμέτωπη με τη νέα πλειοψηφία των Ρεπουμπλικανών στη Βουλή των Αντιπροσώπων.
Η δε παρεμβατικότητα της Κίνας στο εξωτερικό θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την επάνοδο σε αλματώδεις ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης.
Σε αυτό το στόχο που θεωρείται άλλωστε ότι «πόνταρε» σε μεγάλο βαθμό ο Κινέζος πρόεδρος Σι την -πλημμελώς προετοιμασμένη και υγειονομικά καταστροφική, όπως περιγράφεται- επανεκκίνηση με την απότομη άρση της πολιτικής «μηδενικών κρουσμάτων COVID».
Σε αυτό το φόντο βρίσκονται υπό διαμόρφωση ή αναδιαρθρώνονται συμμαχίες και διμερείς σχέσεις, από την Ασία έως τη Λατινική Αμερική.
Προσώρας, σημαντικότερο σημείο αναφοράς αποτελεί η σύσφιξη των σινο-ρωσικών σχέσεων, που ωστόσο καθορίζεται πλέον σαφώς από τα στρατηγικά συμφέροντα του Πεκίνου.
Σε αντίθεση πάντως με το παρελθόν, ο κόσμος δεν δείχνει πλέον να χωρίζεται σε δύο στεγανά μπλοκ.
Καταγράφεται μια νέα στρατηγική δυναμική και στάση από περιφερειακούς «παίκτες», καθώς επιδιώκουν να εκμεταλλευτούν τις ευκαιρίες που προκύπτουν από τον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων και τηρούν -τουλάχιστον προσώρας- αμφίσημη στάση.
Είτε απέναντι στη Ρωσία, όπως π.χ. συμβαίνει με την Ινδία (προεδρεύουσα φέτος ταυτόχρονα του G20 και του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης), την πετρελαιοπαραγωγό Σαουδική Αραβία που προσεγγίζει την ομάδα BRICS ή την διπλωματικά επαμφοτερίζουσα Τουρκία, αν και χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ, που φέτος είναι στο «σταυροδρόμι» των κρίσιμων προεδρικών και βουλευτικών εκλογών.
Είτε απέναντι στο δίπολο ΗΠΑ-Κίνας. Στο επίκεντρο αυτής της κατηγορίας βρίσκεται σήμερα η ΕΕ, εν μέσω ενεργειακής κρίσης, κοινωνικο-οικονομικής ρευστότητας και πέντε κρίσιμων εκλογικών αναμετρήσεων εντός του 2023 σε Ελλάδα, Ισπανία, Πολωνία και Εσθονία.
Η ενεργειακή κρίση και το φάσμα της ύφεσης
Ο πόλεμος στην Ουκρανία διέψευσε γρήγορα τις ελπίδες για ταχεία ανάκαμψη το 2022 στα «απόνερα» της πανδημίας της COVID-19.
Ακόμη χειρότερες είναι οι προοπτικές για φέτος, τώρα δε και υπό τη σκιά της ταχείας εξάπλωσης του κοροναϊού στην αχανή Κίνα και των εύλογων ανησυχιών για νέα αναταραχή στις εφοδιαστικές αλυσίδες.
Στο μεσοδιάστημα, σχεδόν όλες οι μεγάλες οικονομίες έχουν αυξήσει τα επιτόκιά τους για να συγκρατήσουν τον πληθωρισμό, εντείνοντας τους φόβους για παγκόσμια ύφεση μέσα στο 2023.
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, «η παγκόσμια ανάπτυξη προβλέπεται να επιβραδυνθεί από 6,0% το 2021 σε 3,2% το 2022 και 2,7% το 2023». Ήτοι στο χαμηλότερο επίπεδο από «το 2001, εξαιρουμένης της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και της οξείας φάσης της πανδημίας της COVID-19».
Η ραγδαία αύξηση των τιμών σε ενέργεια και βασικά αγαθά επιδεινώνουν περαιτέρω την κατάσταση, θέτοντας εν αμφιβόλω και τους ρυθμούς της πολυθρύλητης «πράσινης» μετάβασης.
Πολλά αναμένεται να κριθούν φέτος από τον -γεωπολιτικών πια διαστάσεων- ανταγωνισμό για την εξασφάλιση κρίσιμων αλυσίδων εφοδιασμού ορυκτών καυσίμων.
Τόσο πετρελαίου, όπως π.χ. από τη Βενεζουέλα, συνομιλητή πλέον των ΗΠΑ στον ενεργειακό τομέα.
Όσο και φυσικού αερίου, που η Ευρώπη έχει καταχωρήσει στις «βιώσιμες» επενδύσεις για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, στην παρούσα φάση «χρυσοπληρώνει» στις ΗΠΑ για εισαγωγές LNG και τώρα αναζητά αντικαταστάτες της προμηθεύτριας Ρωσίας σε άλλα κατασταλτικά καθεστώτα, όπως το Κατάρ και το Αζερμπαϊτζάν.
Αυτά, ενώ αναμένονται στην ΕΕ οι δύσκολες διαπραγματεύσεις για προσαρμογές στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, υπό τον ορατό φόβο της ύφεσης.
Και δη παράλληλα με τις ΗΠΑ, ενόσω η Κίνα «ποντάρει» πανδημικά τα «ρέστα» της στην ανάκαμψη της εσωτερικής κατανάλωσης.
Αναλυτές και διεθνείς οργανισμοί εν τω μεταξύ ηχούν «καμπανάκι» για μια κρίση χρέους, και δη υπό τη μορφή ντόμινο σε φτωχές και αναπτυσσόμενες χώρες. Εκφράζονται φόβοι για πιθανό κύμα χρεοκοπιών κρατών σε Αφρική, Ασία και Νότια Αμερική εντός του 2023, εν μέσω κρίσιμων εθνικών εκλογικών αναμετρήσεων (π.χ. Πακιστάν, Αίγυπτος) και φόβων για κοινωνικές αναταραχές και εξεγέρσεις.
Ο εφιάλτης των ανθρωπιστικών κρίσεων
Στις ένοπλες συγκρούσεις και στην οικονομική ευπάθεια πλέον προστίθεται και η κλιματική αλλαγή ως επιταχυντής ανθρωπιστικών κρίσεων φέτος στον πλανήτη.
Σύμφωνα με τελευταία μελέτη της ΜΚΟ Διεθνής Επιτροπή Διάσωσης (IRC), περισσότεροι από 100 εκατομμύρια άνθρωποι είναι σήμερα εκτοπισμένοι εξαιτίας ένοπλων συγκρούσεων και φυσικών καταστροφών.
Μέσα στο 2023, εκτιμά, 340 εκατομμύρια άνθρωποι θα χρειαστούν ανθρωπιστική βοήθεια -τετραπλάσιοι απ’ ότι πριν από μια δεκαετία.
Στην κορυφή της λίστας είναι η Σομαλία, η Αιθιοπία και το Αφγανιστάν, επί συνόλου 20 χωρών άμεσης ανάγκης.
Η κατάταξη του Αφγανιστάν για φέτος στην τρίτη θέση της λίστας κρισιμότητας κάθε άλλο παρά οφείλεται σε βελτίωση των συνθηκών στη χώρα που κυβερνούν εδώ και ενάμιση χρόνο οι σκοταδιστές Ταλιμπάν. Τουναντίον.
Αποτελεί απόρροια της δραματικής κατάστασης που πλέον επικρατεί στην ανατολική Αφρική, και ειδικά στο Κέρας της Αφρικής, όπου η παρατεταμένη ξηρασία, οι ένοπλες συγκρούσεις και η αδράνεια της διεθνούς κοινότητας ωθούν συλλήβδην τον τοπικό πληθυσμό στο χείλος της ανθρωπιστικής καταστροφής.
Έτερες χώρες μεγάλης ανησυχίας αποτελούν η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, οι πολύπαθες Υεμένη και Συρία, το Νότιο Σουδάν, η Μπουρκίνα Φάσο και η Αϊτή.
Την πρώτη δεκάδα συμπληρώνει η εμπόλεμη Ουκρανία, πλην όμως ξεχωρίζει ως η μοναδική που τυγχάνει τεράστιας κλίμακας διεθνούς βοήθειας, μετριάζοντας έτσι κατά τις οδυνηρές επιπτώσεις του πολέμου.
Συνολικά, οι 20 χώρες που βρίσκονται στη λίστα παρακολούθησης της IRC (συμπεριλαμβανομένων του Πακιστάν και της Βενεζουέλας) αντιστοιχούν στο 13% του παγκόσμιου πληθυσμού και μόλις στο 1,6% του παγκόσμιου ΑΕΠ, αλλά ταυτόχρονα στο 81% των ανά τον κόσμο βίαια εκτοπισμένων και του 80% όσων βιώνουν κρίσιμα επίπεδα επισιτιστικής ανασφάλειας.
Κλιματική έκτακτη ανάγκη
Τα ακραία καιρικά φαινόμενα που έπληξαν τον πλανήτη το 2022 ήταν ακόμη μια σοκαριστική υπενθύμιση για την υπερθέρμανση του πλανήτη.
Μεγάλες καταστροφές, επιδείνωση ανθρωπιστικών κρίσεων και εκτοπισμοί πληθυσμών είναι μόνο μερικές από τις απτές αποδείξεις.
Ωστόσο οι διαχωριστικές γραμμές του νέου Ψυχρού Πολέμου και οι αλυσιδωτές αναταραχές που προκαλούν σε οικονομίες και στον ενεργειακό εφοδιασμό ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι συνεπαγόμενες κυρώσεις όχι μόνο επιβραδύνουν την πράσινη μετάβαση, αλλά δημιουργούν επιπλέον εμπόδια στη διεθνή συνεργασία.
Το καταδεικνύουν τα πενιχρά αποτελέσματα της COP27 και η επιστροφή πολλών οικονομιών στην καύση άνθρακα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.
Υπολογίζεται ότι η παγκόσμια κατανάλωση άνθρακα αυξήθηκε το 2022 κατά 0,7% και αναμένεται να φτάσει σε ιστορικό υψηλό το 2023.
Η δε κατάσταση περιγράφεται από τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας (IEA) ρευστή, με την επισήμανση ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία αποτελεί ένα σημείο καμπής για την αλλαγή πολιτικής και τις αγορές ενέργειας «όχι μόνο προσωρινά, αλλά και για τις επόμενες δεκαετίες».
Αυτό, δε, ενόσω ο πλανήτης ήδη «διανύει μια κρίσιμη δεκαετία για τη δημιουργία ενός πιο ασφαλούς, βιώσιμου και οικονομικά προσιτού ενεργειακού συστήματος».
«Οι δυνατότητες για ταχύτερη πρόοδο είναι τεράστιες», τονίζει χαρακτηριστικά στην έκθεσή του ο IEA, «εφόσον αναληφθεί άμεσα αποφασιστική δράση».
Πηγή: in.gr
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ:
• Εορτολόγιο: Ποιοι γιορτάζουν σήμερα 2 Νοεμβρίου - Ο βίος των Αγίων
• Τα ζώδια σήμερα: Ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον - Ένα Σάββατο - Θεία Δίκη ξεδιπλώνεται
Ακολουθήστε το Tothemaonline.com στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις