Ιδιαίτερα ανησυχητική θεωρείται η πραγματικότητα που αποτυπώνει η πρόσφατη ποσοτική έρευνα που διεξήχθη ανάμεσα σε εργαζόμενους, από την εταιρεία IMR του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, για λογαριασμό της ΣΕΚ, η οποία δείχνει μεγάλο ποσοστό εκφοβισμού στον εργασιακό χώρο, ενώ καταγράφει ως σημαντικότερο πρόβλημα των εργαζομένων το ύψος του μισθού.
Τα ευρήματα της έρευνας παρουσιάστηκαν σήμερα σε δημοσιογραφική διάσκεψη, κατά την οποία οι εκπρόσωποι της Γενικής Γραμματείας της ΣΕΚ παρουσίασαν και σειρά εισηγήσεων και πρωτοβουλιών, με κύριο στόχο την κάλυψη των θεσμικών κενών, προκειμένου οι εργαζόμενοι να βρίσκουν ανταπόκριση στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν. Η έρευνα διεξήχθη σε παγκύπρια κλίμακα, σε εργαζόμενους τόσο του δημόσιου, όσο και του ιδιωτικού τομέα, σε τυχαίο στρωματοποιημένο δείγμα 1000 ατόμων, με ίση κατανομή μεταξύ ανδρών και γυναικών.
Όπως ανέφερε κατά τη διάσκεψη ο ΓΓ της ΣΕΚ, Ανδρέας Μάτσας, πρόκειται για την πρώτη έρευνα που διεξάγεται με τέτοιο περιεχόμενο, η οποία σκοπό είχε να αναδείξει τα κυριότερα προβλήματα που βιώνουν καθημερινά οι εργαζόμενοι στους χώρους εργασίας και να αποτυπώσει τα συναισθήματα των εργαζομένων, με βάση τις συνθήκες που επικρατούν στην αγορά εργασίας.
Όπως επισημάνθηκε, τα σημαντικά αλλά και ανησυχητικά στοιχεία της έρευνας, υποδεικνύουν προβλήματα στην προώθηση της κοινωνικής συνοχής, όπως και της ποιότητας και της αξιοπρέπειας στην εργασία. Το ύψος του μισθού αναδείχθηκε ως το σημαντικότερο πρόβλημα που απασχολεί τους εργαζόμενους, σε συνάρτηση και με το συνεχώς αυξανόμενο κόστος ζωής, σε ποσοστό 83% των ερωτηθέντων, ενώ το 31% θεωρεί αναγκαία την αύξηση του ύψους του κατώτατου μισθού από την πολιτεία (όπως καταγράφηκε πριν τη θέσπιση του Εθνικού Κατώτατου Μισθού).
Τρομακτικά χαρακτηρίστηκαν τα ποσοστά που καταγράφουν εκφοβισμό στο εργασιακό χώρο, σύμφωνα με τα οποία επτά στους δέκα ερωτηθέντες πιστεύουν ότι οι εργαζόμενοι στην Κύπρο υφίστανται εργασιακή παρενόχληση, ένας στους δύο ομολογούν ότι οι ίδιοι προσωπικά έχουν βιώσει εργασιακό εκφοβισμό, ενώ μεταξύ των γυναικών που ρωτήθηκαν, οχτώ στις δέκα δήλωσαν ότι βιώνουν εκφοβισμό στην εργασία τους. Εξάλλου, 27% των γυναικών δήλωσαν ότι έχουν υποστεί σεξουαλική παρενόχληση στον εργασιακό χώρο, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στο σύνολο των ερωτηθέντων, φτάνει το 17%.
Σημειώθηκε, ακόμη, ότι και ο βαθμός έντασης που έχουν βιώσει τα θύματα εργασιακού εκφοβισμού, βρίσκεται σε πολύ ανησυχητικά και επικίνδυνα επίπεδα, αφού το 23% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι βίωσε εκφοβισμό στον απόλυτο βαθμό. Η ΣΕΚ κατήγγειλε ότι «αυτές οι απαράδεκτες πρακτικές, που δεν συμβαίνουν μόνο στον ιδιωτικό τομέα, αλλά και στον δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο, έχουν οδηγήσει εργαζόμενους, άνδρες και γυναίκες, είτε σε απόλυση είτε και σε εξαναγκασμό σε παραίτηση».
Ο Ανδρέας Μάτσας, στην τοποθέτησή του κατά τη διάσκεψη, τόνισε ότι τα ευρήματα της έρευνας είναι σημαντικά, γιατί αποτυπώνουν τη ζώσα πραγματικότητα, εστιάζοντας στα στοιχεία που έχουν να κάνουν με τον εργασιακό εκφοβισμό, σημειώνοντας ότι αυτή συνιστά μία «ιδιαίτερα ανησυχητική πραγματικότητα».
Εξάλλου, ως ένα από τα σημαντικά ευρήματα της έρευνας θεωρείται και η δήλωση της πλειοψηφίας των εργαζομένων ότι το κυρίαρχο συναίσθημα που βιώνουν είναι η αβεβαιότητα, ενώ έμφαση δόθηκε και στην πολύ μικρή ικανοποίηση των εργαζομένων από τις προοπτικές επαγγελματικής ανέλιξης.
Η Δέσποινα Ησαΐα, γραμματέας του Τμήματος Εργαζομένων Γυναικών της ΣΕΚ, ανέφερε στην τοποθέτησή της ότι η ΣΕΚ εδώ και τρία χρόνια επισημαίνει δημόσια τις «αδυναμίες του θεσμικού πλαισίου, μέσα από το οποίο δυστυχώς οι καταγγελίες δε φτάνουν στο σημείο να αποδοθεί δικαιοσύνη, με συνέπεια οι εργαζόμενοι που ζουν εφιάλτες στον χώρο εργασίας, δεν παίρνουν την απόφαση να καταγγείλουν». Εξήγησε ότι στόχος της ΣΕΚ είναι να δράσει καταλυτικά στο να σημειωθούν αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο, προκειμένου να ανταποκρίνεται επαρκώς στις υποθέσεις που καταγγέλλονται.
Απαντώντας σε ερώτηση δημοσιογράφου, η κ. Ησαΐα είπε ότι δεν παρουσιάστηκαν αριθμοί σχετικά με τον όγκο των καταγγελιών που έχουν υποβληθεί, καθώς αυτοί δεν αντικατοπτρίζουν το πρόβλημα, αφού στην πλειοψηφία τους τα θύματα δεν προχωρούν σε καταγγελίες, ακριβώς λόγω της αναποτελεσματικότητας και των κενών που παρουσιάζει η νομοθεσία.
«Υπάρχει φόβος, υπάρχει δυσπιστία προς το σύστημα και την ικανότητα των διαδικασιών να προβούν σε επίλυση του προβλήματα και υπάρχει πάντα η απειλή της απόλυσης ή του εξαναγκασμού σε παραίτηση», πρόσθεσε με παρέμβασή του ο κ. Μάτσας, κάνοντας λόγο για θεσμική ανεπάρκεια, δυστοκία, καθώς και ανοχή.
Στην κατεύθυνση αυτή εστιάζουν οι πρωτοβουλίες στις οποίες προχωρά η ΣΕΚ, με σκοπό να ανταποκριθεί σε δύο βασικούς άξονες, που αναδείχθηκαν ως κύρια προβλήματα μέσα από την έρευνα, την ανάγκη για άνοδο του ύψος του μισθού και την κάλυψη των θεσμικών κενών για τη διαχείριση καταγγελιών για εκφοβισμό.
Συγκεκριμένα, για το ζήτημα του εκφοβισμού, η ΣΕΚ προτείνει τροποποίηση του νομοθετικού πλαισίου, με τρόπο που να διασφαλίζει την αποτελεσματική εξέταση όλων των καταγγελιών και της αυστηρής επίπληξης όσων αποδεδειγμένα προβαίνουν σε τέτοιου είδους ενέργειες. Σημειώνεται ότι σήμερα η εξέταση των καταγγελιών δεν είναι επαρκής, αφού το νομοθετικό πλαίσιο εξετάζει καταγγελίες που τεκμηριώνονται ότι διαπράχθηκαν αποκλειστικά λόγω φύλου.
Προτείνει, ακόμα, επίσπευση της διαδικασίας ενσωμάτωσης σε όλες τις συλλογικές συμβάσεις και σε όλους τους χώρους εργασίας του Κώδικα αντιμετώπισης της σεξουαλικής παρενόχλησης και των άλλων μορφών παρενόχλησης ο οποίος υπογράφηκε το 2019 από τη ΣΕΚ, την ΠΕΟ και την ΟΕΒ, καθώς και τη θεσμοθέτηση στις επιχειρήσεις και στους οργανισμούς, λειτουργών ισότητας. Προτείνεται, δε, και η δημιουργία θεσμοθετημένης ανεξάρτητης Διεπιστημονικής Επιτροπής, με ειδικούς που να καλύπτουν και τις ψυχοκοινωνικές διαστάσεις του προβλήματος του εκφοβισμού, ενώ η ΣΕΚ το αμέσως επόμενο διάστημα θα αναλάβει πρωτοβουλία δημιουργίας ειδικού τμήματος, σε συνεργασία με ειδικούς ψυχολόγους για στήριξη των εργαζομένων.
Η θέσπιση του Εθνικού Κατώτατου Μισθού θεωρείται εφαλτήριο για περαιτέρω βελτίωση των ωφελημάτων των ευάλωτων εργαζομένων, σύμφωνα με τη ΣΕΚ, η οποία στις 13/10 θα συμμετάσχει στον διάλογο που ξεκινά σχετικά με το θέμα αυτό. Όπως αναφέρθηκε, σημείο αναφοράς αποτελεί η προώθηση της Οδηγίας για τον Ευρωπαϊκό Κατώτατο Μισθό και η δημιουργία της υποχρέωσης προς τα Κράτη Μέλη για εφαρμογή στρατηγικής, σε συνεργασία με τους Κοινωνικούς Εταίρους, για επέκταση της κάλυψης μέσω συλλογικών συμβάσεων, ποσοστού 80% των εργαζομένων.
Προτείνεται, ακόμα, η βελτίωση των μισθών και ωφελημάτων που απολαμβάνουν οι εργαζόμενοι μέσα από την ανανέωση των συλλογικών συμβάσεων, η πλήρης επαναφορά της Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής (ΑΤΑ) και η προσπάθεια για περιορισμότων μονοπωλίωνκαι ολιγοπωλίωνπου νοθεύουν τον υγιή ανταγωνισμό, όπως είναι για παράδειγμα οι τραπεζικές χρεώσεις και τα καρτέλ στα καύσιμα, που συμπιέζουν το εισόδημα των εργαζομένων.
Συνοψίζοντας την παρουσίαση της μελέτης, ο κ. Μάτσας ανέφερε ότι τα ευρήματά της θα πρέπει να αξιοποιηθούν και από την κυβέρνηση και τόνισε ότι «αυτή την ώρα, δοκιμάζεται το κοινωνικό κράτος, η ευαισθησία και η κοινωνική επάρκεια των θεσμών, όπως και η δυνατότητα δημιουργίας των ικανών και αναγκαίων συνθηκών για επίτευξη του στόχου της κοινωνικής συνοχής και της ποιότητας και της αξιοπρέπειας στην εργασία αλλά και στην καθημερινότητα».
Απαντώντας σε ερώτηση δημοσιογράφου, μάλιστα, εξήγησε ότι το μέγεθος του προβλήματος που καταγράφεται και η διαιώνισή του για μεγάλο χρονικό διάστημα, καθιστά επιτακτική τη λήψη μέτρων. «Η ευάλωτη θέση στην οποία βρίσκονται οι εργαζόμενοι, που διασυνδέεται με το θέμα του μισθού, και οι στόχοι που τίθενται από την ΕΕ έχουν πιο ευδιάκριτη κοινωνική προσέγγιση, μας αναγκάζουν να προβούμε σε κοινωνικές λύσεις», σημειώνοντας ότι «οφείλουμε να λειτουργήσουμε συλλογικά και κατασταλτικά».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ:
• Νέα Σμύρνη: 20χρονος εισέβαλε σε κηδεία και προκάλεσε πανικό – Χόρευε πάνω από το φέρετρο
• Οι 10+1 χριστουγεννιάτικες ταινίες που αξίζεις να δεις αυτές τις γιορτές - Δείτε trailers
Ακολουθήστε το Tothemaonline.com στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις