Τα εμμένοντα συμπτώματα, που εμφανίζει περίπου το 30% αυτών που νόσησαν απο κορωνοϊό, είναι λίγο πολύ αποκωδικοποιημένα: κόπωση, δύσπνοια, δυσκολία συγκέντρωσης και πολλά άλλα συγκαταλέγονται μέσα σε αυτά.
Όμως, όπως επισημαίνει και η δρ. Ellen Thompson, μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Τμήμα Έρευνας και Γενετικής Επιδημιολογίας του King’s College με άρθρο της στο The Conversation, η ακριβής φύση των συμπτωμάτων δεν είναι ακόμα πλήρως κατανοητή. Ούτε όμως έχουν ακόμα αποσαφηνιστεί ακριβώς οι παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης αυτού του φαινομένου, όμως υπάρχουν κάποιοι που επηρεάζουν περισσότερο.
Σε μια νέα μελέτη που συμμετείχε και η ίδια και δημοσιεύτηκε στο Nature Communications, η ερευνητική ομάδα εξέτασε δεδομένα από δέκα μακροχρόνιες μελέτες με βάση το Ηνωμένο Βασίλειο, παράλληλα με 1,1 εκατομμύρια ανώνυμα ηλεκτρονικά αρχεία υγείας από γενικά ιατρεία. Με βάση αυτά τα δεδομένα, διερευνήθηκε η συχνότητα του συνδρόμου long Covid ανάλογα με τα δημογραφικά και υγειονομικά χαρακτηριστικά, όπως η ηλικία, το φύλο και οι υπάρχουσες ιατρικές παθήσεις.
Οι μελέτες εκπονήθηκαν πριν από την πανδημία και oι συμμετέχοντες παρακολουθήθηκαν για αρκετά χρόνια. Από αυτές τις έρευνες, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν δεδομένα από 6.907 άτομα που δήλωσαν ότι είχαν νοσήσει με κορωνοϊό. Η σύγκριση αυτών των δεδομένων με τα δεδομένα από τους ηλεκτρονικούς φακέλους υγείας των ατόμων που διαγνώστηκαν με κορωνοϊό τους επέτρεψε να εξετάσουν τη συχνότητα του long covid ανάμεσα σε όσους επισκέφτηκαν τον παθολόγο τους και σε όσους νόσησαν χωρίς να συμβουλευτούν κάποιο γιατρό.
Τα συμπεράσματα των μελετητών
Διαπιστώθηκε ότι από τα άτομα που δήλωσαν ότι νόσησαν με COVID-19 στις μελέτες, το ποσοστό που ανέφερε συμπτώματα για περισσότερο από 12 εβδομάδες κυμαινόταν μεταξύ 7,8% και 17%, ενώ το 1,2% με 4,8% ανέφερε “εξουθενωτικά” συμπτώματα.
Αντίθετα όμως, στους ηλεκτρονικούς φακέλους με το ιατρικό ιστορικό, παρατηρήθηκε ότι μόνο το 0,4% των ατόμων με διαγνωσμένη λοίμωξη COVID-19 καταγράφηκε στη συνέχεια ως long covid. Αυτό το χαμηλό ποσοστό διαγνώσεων από τους γενικούς ιατρούς μπορεί να οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι η επίσημη καταγραφή της νόσου εισήχθη για τους ιατρούς μόλις τον Νοέμβριο του 2020.
Επίσης, το ποσοστό των ατόμων που ανέφεραν συμπτώματα για περισσότερες από 12 εβδομάδες διέφερε ανάλογα με την ηλικία. Αν και ο ορισμός της κάθε μελέτης ήταν διαφορετικός, τα συνολικά στοιχεία υποδηλώνουν ότι η αύξηση της ηλικίας μέχρι την ηλικία των 70 ετών αύξανε αντίστοιχα και τον κίνδυνο εμφάνισης του συνδρόμου: από 1,2% για τους 20χρονους έως 4,8% για τα άτομα ηλικίας 63 ετών.
Επιπλέον, το γυναικείο φύλο, οι ψυχικές παθήσεις και γενικότερα μια κλονισμένη υγεία, η παχυσαρκία και το άσθμα αναγνωρίστηκαν εξίσου ως παράγοντες κινδύνου τόσο στις μακροχρόνιες μελέτες όσο και στα ηλεκτρονικά στοιχεία.
Μια άλλη πρόσφατη διεθνής μελέτη ανασκόπησης κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι γυναίκες έχουν 22% περισσότερες πιθανότητες από τους άνδρες να εμφανίσουν Long Covid.
H δρ. Ellen Thompson καταλήγει στο συμπερασμα ότι ο εντοπισμός των ευάλωτων ασθενών είναι μια σημαντική παράμετρος και συμβάλλει στο σχεδιασμό των σωστών στρατηγικών πρόληψης και θεραπείας της δημόσιας υγείας.
Πηγή: ygeiamou.gr
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ:
• Κλάδος σκυροδέματος: Πιο αποφασιστική κυβερνητική διαμεσολάβηση ζητούν οι εργαζόμενοι
• Παγκόσμιος συναγερμός: Αποκολλήθηκε μέρος του Ήλιου - Τι σημαίνει αυτό για τον πλανήτη μας
Ακολουθήστε το Tothemaonline.com στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις