Εκατόν εβδομήντα μέλη οικογενειών συγγενών αγνοουμένων των γεγονότων του ’63-’64 και της εισβολής του ’74, και από τις δύο κοινότητες του νησιού, έλαβαν για πρώτη φορά μέρος σε έρευνα που έγινε από την ΔΕΑ και τη Διεθνή Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού για τις ανάγκες των οικογενειών αυτών και ένα από τα ευρήματα είναι ότι σημαντικό ποσοστό εκφράζει πεποίθηση ότι οι άνθρωποί τους είναι ζωντανοί και ζουν κάπου αλλού.
Τα 170 μέλη αποτελούν ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα ενός συνόλου 934 οικογενειών που δεν έχουν ακόμη λάβει απαντήσεις για τις τύχες των δικών τους ανθρώπων. Μια δεύτερη έρευνα είναι σε εξέλιξη ανάμεσα στις οικογένειες που έλαβαν ήδη τα λείψανα των δικών τους.
Η έκθεση παρουσιάστηκε την Πέμπτη σε διάσκεψη Τύπου από τα τρία μέλη της ΔΕΑ στο Σπίτι της Συνεργασίας στο Λήδρα Πάλας.
Τα ευρήματα
Η έρευνα έλαβε χώρα μεταξύ Οκτωβρίου 2018 και Απριλίου 2019 και ανάμεσα στα κύρια ευρήματα είναι το γεγονός ότι 91% των ερωτηθέντων ζητούν απαντήσεις για το αν οι αγαπημένοι τους είναι νεκροί ή ζωντανοί και θέλουν τον εντοπισμό τους και την επιστροφή των οστών για ταφή. Δηλώνουν ακόμη ότι είναι ανάγκη η τακτική ενημέρωσή τους για την πορεία των υποθέσεών τους.
Το 40% εξέφρασε αμφιβολία για την τύχη των συγγενών τους, ότι πιθανό να είναι ακόμη ζωντανοί ή την πεποίθηση ότι είναι ζωντανοί και ζουν κάπου άλλου. Όπως κατέδειξε η έρευνα, για τους ίδιους η διατήρηση ελπίδας ότι οι αγνοούμενοι τους είναι ζωντανοί, είναι καίρια για την διατήρηση της υγείας τους.
Για το υπόλοιπο 60%, ενώ συνεχίζει να αμφιβάλλει ότι οι αγνοούμενοι τους μπορεί να είναι ακόμη ζωντανοί μετά από τόσες δεκαετίες, η απουσία έγκυρων πληροφοριών σε συνδυασμό με την απουσία οστών, σπέρνουν τον σπόρο της αμφιβολίας για την ακριβή τύχη των δικών τους.
Ένα 60% του συνόλου των ερωτηθέντων ζητά από τις αρχές να προβούν σε δημόσιες εκκλήσεις για διαλεύκανση των υποθέσεων που ακόμη εκκρεμούν, ώστε να μην χαθούν ζωτικές πληροφορίες.
Το 44% των ανθρώπων αυτών μίλησε για την αναγκαιότητα διαφώτισης της επόμενης γενιάς για το θέμα των αγνοουμένων με τρόπο που θα υπογραμμίζει την ανθρώπινη υπόστασή τους για να αποφευχθεί η επανάληψη των επιπτώσεων που βιώνουν οι οικογένειες τους. Επίσης ποσοστό 57% εξέφρασε την ανάγκη για περισσότερη επίσημη αναγνώριση του συνεχούς αγώνα για εντοπισμό των αγνοουμένων τους.
Από τους ερωτηθέντες και στις δύο κοινότητες, ποσοστό 53% αναφέρθηκε στις συνεχιζόμενες ψυχολογικές και ψυχοκοινωνικές δυσκολίες, αφού ζουν μεταξύ ελπίδας και απόγνωσης για την τύχη των αγαπημένων τους προσώπων. Ανέφεραν ότι χωρίς απόδειξη θανάτου δεν υπάρχει πιθανότητα να γραφτεί ο επίλογος και να αντιμετωπιστεί η θλίψη που βιώνουν. Το 21% δήλωσαν ότι διστάζουν να μοιραστούν τις εμπειρίες τους με άτομα που μπορεί να μην έχουν ενσυναίσθηση ή να κατανοούν την κατάστασή τους.
Η έρευνα κατέδειξε ακόμη πως το 29% των ερωτηθέντων συνεχίζει να βιώνει οικονομικές και γραφειοκρατικές δυσκολίες ως αποτέλεσμα της απώλειας του κύριου προστάτη της οικογένειας.
Οι οικογένειες ζητούν να δοθεί περισσότερη έμφαση στις ανάγκες κυρίως της ευημερίας των ηλικιωμένων και των γυναικών των συγγενών αγνοουμένων και επιπλέον την παροχή καλύτερης πληροφόρησης για τα επιδόματα και τα δικαιώματά τους.
Το βασικό συμπέρασμα της έρευνας/αξιολόγησης των αναγκών είναι ότι οι οικογένειες επιθυμούν πάνω από όλα να κλείσουν το οδυνηρό κεφάλαιο της ζωής τους με ένα όσο το δυνατό πολιτισμένο και με νόημα τρόπο. Αυτό προϋποθέτει μια απάντηση για την τύχη τους, αν είναι νεκροί την ανάκτηση των οστών και την τέλεση μιας αξιοπρεπούς ταφής. Στην έκθεση τονίζεται πως μέχρι τη στιγμή που όλες οι οικογένειες θα λάβουν ικανοποιητικές απαντήσεις για να συμβιβαστούν με την απώλεια των δικών τους, η αβεβαιότητα που νοιώθουν πρέπει να γίνεται σεβαστή ιδιαίτερα στον προγραμματισμό για τις ανάγκες τους.
Το μεγαλύτερο ποσοστό των ερωτηθέντων (36%) είναι παιδιά αγνοουμένων και το 64% είναι γυναίκες.
Οι περισσότεροι διαμένουν στη Λευκωσία.
Εισηγήσεις
Η έκθεση, αφού αναγνωρίζει ότι έχουν γίνει πολλά για την αντιμετώπιση του θέματος των αγνοουμένων, τονίζει το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο που αναφέρεται στην ύπαρξη μιας μακροχρόνιας υποχρέωσης των σχετικών με τη σύγκρουση μερών που περιλαμβάνει τη λήψη όλων των επιπρόσθετων μέτρων για τον εντοπισμό των αγνοουμένων, παρέχοντας πληροφορίες για την τύχη τους στις οικογένειές τους.
Στην έκθεση καταγράφονται εισηγήσεις προς τις αρχές για να ληφθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα για ανακούφιση 748 οικογενειών Ε/κ και 186 οικογενειών Τ/κ (που αντιστοιχούν σε 1,072 Ε/κ και Τ/κ αγνοούμενους των περιόδων ’63-’64 και 1974) από το βάρος της αβεβαιότητας με την πλήρη εφαρμογή του δικαιώματος στην γνώση. Η ΔΕΑ, τονίζεται, για να φέρει εις πέρας τα πιο πάνω χρειάζεται στήριξη και χρηματοδότηση.
Επίσης προτείνεται η προώθηση μιας δημόσιας επικοινωνιακής πολιτικής για το θέμα των αγνοουμένων που να υπογραμμίζει το δράμα και θα στοχεύει σε ευρεία κοινωνική ευαισθητοποίηση και κατανόηση του κοινού για τις ανάγκες των οικογενειών αυτών.
Επιπρόσθετα, εισήγηση διατυπώνεται και για τη δημιουργία μηχανισμού ευρείας ψυχολογικής στήριξης σε ατομικό η και σε ομαδικό επίπεδο μέσα από τις δομές της ΤΑ από ΜΚΟ και άλλους φορείς καθώς και για απρόσκοπτη πρόσβαση ατόμων με σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα στις υπηρεσίες ψυχικής υγείας με παροχή υπηρεσιών κατάλληλων για τις ιδιαιτερότητες ατόμων με συγγενείς αγνοούμενους.
Επίσης γίνεται εισήγηση για καταγραφή των οικονομικών και διοικητικών/διαχειριστικών αναγκών και για πρόσβαση σε υπηρεσίες και επιδόματα, με συνέπεια και χωρίς διακρίσεις.
Σύμφωνα με την επίσημη λίστα των αγνοουμένων στην Κύπρο, από τα γεγονότα του ’63-’64 και την εισβολή καταγράφηκαν 1,510 Ε/κ αγνοούμενοι και 492 Τ/κ. Η ΔΕΑ παρέδωσε στις οικογένειες τα οστά 930 Κυπρίων και παραμένει να εξακριβωθεί η τύχη 1,072 Κυπρίων ( 829 Ε/κ και 243 Τ/κ) που ανήκουν σε 934 οικογένειες.
Μερικές από τις αφηγήσεις
«Τουλάχιστον άμαν θα βρουν τα κόκκαλά του, θα μπορέσεις να τα δεις και να τα θάψεις…Μπορείς να τα θάψεις και να τα επισκέπτεσαι…Πού μπορώ να πάω για να επισκεφτώ τον γιο μου; Επηρεάζει με πολλά..τόσο πολλά που δεν μπορείς να φανταστείς…Οσον παραπάνω χρόνος περνά, τόσο πιο φρέσκα γίνεται η πληγή» (Μάνα αγνοούμενου)
«Οι ζωές μας δεν θα είναι αρκετά μεγάλες για τούτο [να θάψουν τον αγνοούμενο]. Ηταν η μεγαλύτερη επιθυμία της μητέρας μου. Τώρα έφυγε…Είμαι η πιο μεγάλη και εκείνη που θυμάται καλύτερα…Εκείνοι που ήρθαν μετά που μένα τι ξέρουν; Δεν ξέρουν τίποτε [ για την κατάσταση] (Κόρη αγνοούμενου)
«Πιστεύω ότι υπάρχουν πολλοί που ξέρουν τι έγινε εκείνες τις μέρες…Δεν είμαι σίγουρη αν θέλουν να βοηθήσουν. Γιατί…ξέρεις την πίεση πάνω στους ανθρώπους και από τις δύο μεριές… ( Γυναίκα αγνοούμενου)
Τι δηλώνουν τα μέλη της ΔΕΑ και συγγενείς αγνοουμένων
H Gulden Plumer Kucuk, η Τ/κ εκπρόσωπος στη ΔΕΑ δήλωσε πως για τις οικογένειες που δεν έλαβαν ακόμη απαντήσεις οι πληγές είναι τόσο φρέσκες όσο οι αναμνήσεις της μέρας που τα δικά τους πρόσωπα χάθηκαν.
Ανέφερε ότι η έρευνα και αξιολόγηση των αναγκών γίνεται τώρα, αυτή τη δεδομένη χρονική στιγμή, γιατί προηγουμένως δεν υπήρχε η μεθοδολογία και η επιστημοσύνη στη ΔΕΑ και εξέφρασε την άποψη ότι δεν είναι αργά.
Η κ. Kucuk ανέφερε ότι η έρευνα λειτουργεί ως μια γέφυρα μεταξύ της ΔΕΑ και των συγγενών που για πρώτη φορά υψώνουν φωνή.
Ο Ε/κ εκπρόσωπος στη ΔΕΑ Λεωνίδας Παντελίδης ανέφερε ότι μέσα από την έρευνα αποδεικνύεται και ενισχύεται η βασική εντολή της ΔΕΑ για την εξακρίβωση της τύχης ενός εκάστου των αγνοουμένων μας και επιστροφή των οστών για ταφή. Οι οικογένειες , τόνισε, αναζητούν απαντήσεις και τα οστά για ταφή ώστε να έχουν ένα φυσικό χώρο να επισκέπτονται τους δικούς τους.
Ο κ. Παντελίδης αναφέρθηκε στο μεγάλο ζήτημα της παρέλευσης του χρόνου τονίζοντας ότι η ΔΕΑ έχει ηθικό καθήκον να συνεχίσει το έργο της και να φέρει εις πέρας την αποστολή της. Είπε ότι τα μέλη της Επιτροπής αναγνωρίζουν τον πόνο και την θλίψη των οικογενειών των αγνοουμένων μας και δεσμεύονται να εντείνουν το έργο τους για αντιμετώπιση των διαφόρων προκλήσεων και δυσκολιών.
Ο Paul-Henri Arni, το τρίτο μέλος της ΔΕΑ, ανέφερε στη δική του παρέμβαση πως η ΔΕΑ παρέδωσε στα κατεχόμενα και στην ΚΔ δύο εμπιστευτικές εκθέσεις και τους παροτρύνει να αξιολογήσουν και να αντιμετωπίσουν τις ανάγκες όπως καταγράφηκαν στην έρευνα με πρώτιστη την διαλεύκανση της τύχης όσων αγνοούνται και τη λήψη μέτρων για τις 748 οικογένειες Ε/κ και 186 οικογένειες Τ/κ που αναμένουν ακόμη απαντήσεις.
Επίσης τους παροτρύνει να εντείνουν τις δημόσιες εκκλήσεις για παροχή πληροφοριών που ενδεχόμενα θα βοηθήσουν στον εντοπισμό τους και να δώσουν λύσεις στα διάφορα οικονομικά τους ζητήματα.
Εκ μέρους των συγγενών αγνοουμένων του 1964 μίλησε ο Χάρης Συμεωνίδης που απηύθυνε έκκληση στα τρία μέλη της ΔΕΑ να συνεχίσουν το έργο τους και να επισπεύσουν τις διαδικασίες για εντοπισμό Ε/κ και Τ/κ που αγνοούνται. Τόνισε ότι για την συγκεκριμένη περίοδο τα πράγματα είναι ακόμη πιο δύσκολα και ότι σε λίγο καιρό θα είναι δύσκολο να εντοπίζονται επιζώντες συγγενείς για παράδοση οστών.
Άλλος ένας συγγενής αγνοουμένων της τουρκικής εισβολής ανέφερε ότι τα ευρήματα ήταν αναμενόμενα και τόνισε ότι πολλοί γονείς και αδέλφια φεύγουν από τη ζωή χωρίς να πάρουν οστά των αγαπημένων τους για ταφή.
Κάλεσε τη ΔΕΑ να εντείνει τις προσπάθειες της για επιτυχή αποστολή στο έργο της ,το οποίο αν και αξιόλογο κινείται, είπε, με αργούς ρυθμούς.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ:
• Τι κερδίζει τελικά η Κύπρος από την παροχή ευκολιών και υποδομών στις ΗΠΑ;
• Προέβλεψαν οι Simpsons τον νικητή των αμερικάνικων εκλογών;
• Καιρός: Πού κυμαίνεται σήμερα η θερμοκρασία - Θα δούμε βροχές στο «μενού»; Δείτε αναλυτικά
• Έκλεψε κοσμήματα αξίας 15 χιλιάδων ευρώ από χρυσοχοείο στη Λάρνακα - Χειροπέδες σε 36χρονο
Ακολουθήστε το Tothemaonline.com στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις