Ο Βενσάν Κομπανί αποφάσισε να αποχωρήσει από τη Μάντσεστερ Σίτι έπειτα από έντεκα χρόνια προσφοράς στους «πολίτες» για να αναλάβει πλέον έναν πιο διαφορετικό ρόλο στην Άντερλεχτ, αυτόν του παίκτη-προπονητή.
Η συγκεκριμένη ιδιότητα δεν είναι τόσο διαδεδομένη στη σημερινή εποχή, αφού φαντάζει μια πολύ πρόχειρη λύση και δεν δίνει την ευκαιρία στον άνθρωπο που θα το προσπαθήσει να αφοσιωθεί είτε στον αγωνιστικό τομέα, είτε στην προπονητική.
Φυσικά όμως υπάρχουν και εξαιρέσεις, άνθρωποι που κατάφεραν να το συνδυάσουν και μπόρεσαν να πετύχουν σε αυτήν τους την επιλογή. Είναι ορισμένα παραδείγματα που θα μπορούσε να μελετήσει ο Βέλγος αμυντικός για να πάρει ορισμένες ιδέες, όσον αφορά τη νέα του καριέρα. Πάμε λοιπόν να δούμε τους πέντε κορυφαίους παίκτες-προπονητές.
1. Γκλεν Χοντλ (Σουίντον Τάουν, Τσέλσι)
Ο Γκλεν Χοντλ ήταν, όπως ο Κομπανί, ακριβώς το είδος του παίκτη που περίμενες να γίνει καλός προπονητής, ένας άνθρωπος που μπορούσε και κέρδιζε έξυπνα, με όραμα και προσδοκίες. Έπειτα από μια εξαιρετική πορεία σε Τότεναμ, Μονακό και Εθνική Αγγλίας, ο Χοντλ ανέλαβε παίκτης-προπονητής στην Σουίντον Τάουν.
Στην πρώτη του σεζόν κατάφερε να σώσει τον σύλλογο από τον υποβιβασμό και μάλιστα μπόρεσε να πετύχει τον προβιβασμό της ομάδας στην Premier League, σκοράροντας στα πλέι-οφ ανόδου στέλνοντας τους «ρόμπινς» στα… σαλόνια της κορυφαίας κατηγορίας.
Ο Χοντλ μεγάλωσε τη φήμη του ως παίκτης-προπονητής, όταν μετακόμισε στην Τσέλσι, μετατρέποντας τη από μια μάλλον «άνοστη» ομάδα, σε ένα κλαμπ που μπορούσε και έφερνε στις τάξεις της παίκτες πολύ υψηλού επιπέδου, όπως οι Ρουντ Γκούλιτ και Νταν Πετρέσκου.
2. Ρουντ Γκούλιτ (Τσέλσι)
Ο Γκούλιτ είχε ήδη μια χρονιά στην οποία έπαιζε υπό τις οδηγίες του Γκλεν Χοντλ στην Τσέλσι κάτι που ουσιαστικά τον… μύησε στην τέχνη του παίκτη-προπονητή, με τον Ολλανδό να το κάνει να μοιάζει εύκολο, αλλά να μην είναι.
Οδήγησε την Τσέλσι στην… δόξα κατακτώντας το FA Cup στην πρώτη του σεζόν, τον πρώτο της εθνικό τίτλο σε 26 χρόνια, παίζοντας στο κέντρο των «μπλε» του Λονδίνου στο πλευρό του Ντένις Γουάις.
Η ποιότητα του Γκούλιτ τόσο εντός, όσο και εκτός του αγωνιστικού χώρου βοήθησε ώστε η Τσέλσι να αποκτήσει τον Ιταλό Τζιανφράνκο Τζόλα, τον Ρομπέρτο Ντι Ματέο και τον Τζιανλούκα Βιάλι.
Μέχρι ο πρόεδρος της ομάδας, Κεν Μπέιτς, να τον απολύσει το Φεβρουάριο του 2018, οι «μπλε» ήταν δεύτεροι στην Premier League, έχοντας παίξει το καλύτερο ποδόσφαιρο της δεκαετίας του συλλόγου.
3. Μπράιαν Ρόμπσον (Μίντλεσμπρο)
Πίσω στο 1994, ο Μπράιαν Ρόμπσον ήταν ένας από τους πιο σεβαστούς αρχηγούς του Αγγλικού ποδοσφαίρου, έχοντας ηγηθεί της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ σε δύο συνεχόμενες κατακτήσεις του πρωταθλήματος της Premier League.
Η ικανότητα του να εμπνέει τους συμπαίκτες του και να ηγείται της ομάδας ήταν παρόμοια με αυτή του Κομπανί. Με τον πρόεδρο της Μίντλεσμπρο, Στιβ Γκίμπσον, να εναποθέτει τις ελπίδες του στον Ρόμπσον με σκοπό να γίνει ο άνθρωπος που θα οδηγήσει σε μια νέα εποχή στην πόλη του Τίσαϊντ.
Ο Ρόμπσον απλά το έκανε, βοηθώντας να έρθουν παίκτες όπως οι Ζουνίνιο, Έμερσον, Φαμπρίτσιο Ραβανέλι και Νικ Μπάρμπι στην «Μπόρο», με τον σύλλογο να παγιώνει τη θέση του στις κορυφαίες ομάδες του Αγγλικού ποδοσφαίρου, όσο εκείνος συνέχιζε να αγωνίζεται μέχρι και δέκα μέρες πριν τα 40ά γενέθλια του.
4. Κένι Νταλγκλίς (Λίβερπουλ)
Όταν ο Τζο Φάγκαν αποσύρθηκε τον Μάιο του 1985, η Λίβερπουλ στράφηκε στον 34χρονο, τότε, επιθετικό Κένι Νταλγκλίς ώστε να αναλάβει τις τύχες του συλλόγου ως παίκτης-προπονητής.
Ο Σκοτσέζος είχε ήδη καταφέρει να οδηγήσει τους «κόκκινους» σε πέντε πρωταθλήματα, με το «χρυσό του άγγιγμα» να μην τον εγκαταλείπει ούτε όταν ανέλαβε σε διπλό ρόλο αφού κατέκτησε τόσο το πρωτάθλημα, όσο και το FA Cup.
Ακολούθησαν άλλα δύο πρωταθλήματα και ακόμη ένα κύπελλο, όσο ο Νταλγκλίς έθετε τις βάσεις για τα στάνταρ που θα έπρεπε να είχε ένας παίκτης-προπονητής, διατηρώντας τη… φόρμα του στο γήπεδο, ενώ ήταν και πολύ αποτελεσματικός στα αποδυτήρια.
5. Γκρέιαμ Σούνες (Ρέιντζερς)
Οι Ρέιντζερς δεν είχαν κερδίσει το πρωτάθλημα για εννέα συναπτά χρόνια και παρέμεναν στην πέμπτη θέση της βαθμολογίας όταν ο Γκρέιαμ Σούνες προσελήφθη ως παίκτης-προπονητής το 1986.
Ο γεννημένος στο Εδιμβούργο μέσος πέτυχε αμέσως οδηγώντας την ομάδα στην κατάκτηση του πρωταθλήματος και του League Cup από την πρώτη του σεζόν, ενώ δεν έχασε καθόλου την επιθετικότητα που διέκρινε τον τρόπο παιχνιδιού του.
Στο ντεμπούτο του, κόντρα στην Χιμπέρνιαν, αποχώρησε έπειτα από 34 λεπτά στον αγωνιστικό χώρο, και αργότερα αναφέρθηκε στην προσέγγιση που είχε στα ματς που ονομάστηκε ως η «επανάσταση του Σούνες». Έτσι οι Ρέιντζερς κέρδισαν τα 125 από τα συνολικά 193 παιχνίδια πρωταθλήματος που είχε ηγηθεί ο Σούνες.
Δεν γνωρίζουμε αν τελικά ο Βέλγος θα τα καταφέρει να μιμηθεί τους προαναφερθέντες, το μόνο σίγουρο είναι πως η επιλογή του προκάλεσε αίσθηση και έστω για λίγο μας γύρισε στις παλαιότερες εποχές που πολλές φορές το ίδιο το άθλημα επισκίαζε τη σκοπιμότητα και επέτρεπε τα πειράματα όπως ο ρόλος του παίκτη-προπονητή.
Πηγή: www.to10.gr
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ:
• Με κίτρινη προειδοποίηση, καταιγίδες και χαλάζι ο καιρός - Τι μας επιφυλάσσει για τα Χριστούγεννα
• Αλκοόλ και οδήγηση: «Καμπανάκι» για την περίοδο Χριστουγέννων - Οι ποινές και οι τιμές
• Πώς να απολαύσεις το γιορτινό τραπέζι χωρίς ενοχές – Διατροφολόγος στο «Τ»
Ακολουθήστε το Tothemaonline.com στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις